ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Μέσα στον κάμπο των Μεσογείων ανάμεσα σε αμπέλια και ελιές συναντά κανείς ένα όμορφο μεταβυζαντινό ναό του 1450 / 1480 αφιερωμένο στους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Σ΄αυτό το μικρό εκκλησάκι τελείται, κάθε χρόνο με την ίδια προσήλωση και ευλάβεια, ένα από τα παλαιότερα και μεγαλύτερα ‘‘τάματα’’ στη μνήμη των πολιούχων Αγίων που συνδυάζει αρμονικά τη λαϊκή παράδοση με τη Χριστιανική πίστη και λατρεία.

Στο πλαίσιο της κατασκευής του νέου διεθνούς αερολιμένα «Ελευθέριος Βενιζέλος» (1997 -2001) πραγματοποιήθηκε η μετακίνηση του ναού κατά 340 μέτρα δυτικά της αρχικής του θέσης, γεγονός που δεν επέφερε καμιά αλλαγή στον πατροπαράδοτο εορτασμό του ‘‘πανηγυριού του Αγίου Πέτρου’’ αλλά αντίθετα έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη διατήρησής του μέχρι και σήμερα.

«Το φαγάκι του Αγίου Πέτρου»

Είναι ένα έθιμο ανάλογο με τα «κουρμπάνια» που γίνονται σ’ όλη την Ελλάδα προς τιμήν Αγίων, κατάλοιπο αρχαιοτάτων χρόνων, που όμως έχει απωλέσει την παλαιά παγανιστική δυναμική και καλύπτεται από την εκκλησία με την επίκληση του ιερέα: «Ευλόγησον εδέσματα κρεών».
Κανείς δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα το έθιμο αυτό από τον αείμνηστο συμπατριώτη μας Δημήτριο Σωτ. Μάρκου στο βιβλίο του: «Τα οργανάκια του Αγίου Πέτρου». Με απλή, γλαφυρή, μεστή γλώσσα αποτυπώνει ακριβώς την ατμόσφαιρα του πανηγυριού και σε μεταφέρει νοερά στα Σπάτα των αρχών του περασμένου αιώνα.
Ο αείμνηστος Δημήτριος Σωτ. Μάρκου μας άφησε παρακαταθήκη τρία βιβλία για την παράδοση και τη λαογραφία του χωριού μας, πραγματικό θησαυρό!!
«Για να νοιώσει κανείς την ομορφιά της παλιάς εποχής που πέρασε, και να περιγράψει λεπτομέρειες στο θέμα αυτό, πρέπει πιστεύω προσωπικά να έχει ζήσει τα περισσότερα γεγονότα κι όχι να τα διδαχθεί», γράφει ο αείμνηστος συμπατριώτης μας.
Σας παραθέτουμε παρακάτω σχεδόν αυτούσιο το έθιμο όπως εκείνος το έζησε!!

Παραμονή του Αγίου Πέτρου – Η προετοιμασία του πανηγυριού

Στα προπολεμικά τα χρόνια, σχεδόν απ’ τις αρχές του μηνός, άρχιζε το συγύρισμα των σπιτιών: Έξω μπαούλα, έξω έπιπλα, μέσα – έξω άσπρισμα – άσπρισμα τα πεζούλια, οι αποθήκες και οι μαντρότοιχοι μέσα έξω με ραντιστήρα.
Το ίδιο και τα μαγαζιά, γενική καθαριότητα, όλα έλαμπαν. Γούστο είχε θυμάμαι στα τότε χρόνια κατά την περίοδο αυτή, συνήθως, οι παπάδες του χωριού έκαναν επίσκεψη στα σπίτια για αγιασμό και βλέποντας την πυρετώδη προετοιμασία, ειρωνεύονταν τις γυναίκες για την «προκομάρα» των, κι έλεγαν: «Χμ΄ μωρ΄ αν δεν ερχόταν και κείνος ο Άγιος Πέτρος θα μας έτρωγε το σκουλήκι!..»
Προς Θεού όμως! Όχι ότι οι Σπαταναίες ήσαν οκνηρές ,κάθε άλλο – φιλοπαίχμονες ήσαν μερικοί παλιοί παπάδες… Αγαπητοί στο λαό – αστεία έλεγαν.

Πολυθόρυβο – μεγάλο πανηγύρι ο Άγιος Πέτρος στα Σπάτα. Τρεις μέρες κρατούσε – ανήμερα – την Τρίτη ήταν των Δώδεκα Αποστόλων και η παραμονή. Ο κόσμος τότε γλεντούσε με κέφι – όμορφα – και τέτοιες στιγμές, ώρες και μέρες, περνούσαν τόσο γρήγορα χωρίς να το καταλάβαινες. Τότε στα όμορφα εκείνα χρόνια, όπως είπα, ένα σχεδόν μήνα προτού το πανηγύρι, κάθε βράδυ, ο «πρωτογέρης» (κήρυκας, ντελάλης) ανέβαινε σε θυμωνιές από ξερά κλήματα, σε αποθηκευμένες πέτρες που ήταν άφθονες τότε στα οικόπεδα, τα πεζούλια κι όπου αλλού ήταν ύψωμα για ν’ ακούγεται στο χωριό και με τη δυνατή και χαρακτηριστική του φωνή γνωστοποιούσε τα εξής:
«Η επιτροπή του Αγίου Πέτρου, μαζεύει λεφτά για τα βόϊδια να γίνει το στιφάδο, είναι στο μαγαζί του Τασ-Κολλιού, όποιος θέλει να πάηηηη!..»
Το στόλισμα του πανηγυριού (στην αγορά του χωριού) άρχιζε σχεδόν από την προπαραμονή και κορυφωνόταν την παραμονή όπου στις πέντε το απόγευμα ήταν όλα έτοιμα.

Όμορφα στολίζονταν τα μαγαζιά – οι πόρτες, τα παράθυρα και τα υπόστεγα – με μυρτιές και ανθισμένες πικροδάφνες που τις έκοβαν στο ποτάμι της «Ντράσεζας» και στου Τρικαλιώτη στο Πικέρμι που ήταν ζούγκλα το δάσος.
Γραφικές ήταν και οι καλύβες που έφτιαναν με σχίνα, μυρτιές και πικροδάφνες για να κάθονται στον ίσκιο οι πανηγυριστές κι ήταν τόσο ρομαντικά να έβλεπε κανείς αυτά τα πράγματα, που άλλαζαν όμορφα την όψη της αγοράς.
Φαβορί όλων των καφενείων στο σύστημα του στολισμού στο πανηγύρι, προπολεμικά ερχόταν το καφενείον «ο Γερο Μιχαλάκης». Ήταν μερακλής ο μπάρμπα-Σπύρος ο ιδιοκτήτης του, ένας σπαθάτος συμπαθής άνθρωπος και κοινωνικά μορφωμένος. Εκτός από τους έγχρωμους λαμπτήρες, τις μυρτιές, τις ελληνικές σημαίες, που μεταχειρίζονταν και οι άλλοι, αυτός κρεμούσε και άλλες σημαίες, όλων των εθνών, όλων των συμβόλων και χρωμάτων, την αγγλική, τη γαλλική, τη ρώσικη, τη βουλγάρικη, την τούρκικη, την ιταλική με το αμφίπλευρο τσεκούρι και τη γερμανική με τον αγκυλωτό σταυρό, χωρίς να υποπτευόταν ο άνθρωπος ότι τα δύο αυτά σύμβολα – ειδικά το τελευταίο – θα αιματοκύλιαν σε λίγο την ανθρωπότητα. Μπροστά στην είσοδο του καφενείου του, κάτω από υπόστεγο δίπλα στην ελληνική, δέσποζε μια θεόρατη σημαία της Βραζιλίας δώρο της εταιρείας καφέ «Παπαγάλος».
Μεγαλύτερο ήταν το καφενείον «Το Κέντρον» ή του «Τασ’ Κολλιού», όπως το έλεγαν οι Σπαταναίοι. Ήταν το καλύτερο στην παλιά εποχή με την μεγάλη του ταβέρνα – στο βάθος – την «Κληματαριά» με την αυλή της τη μεγάλη, θαυμαστή στο χωριό και ρομαντική στους μπεκρήδες για τις μεγάλες τις κληματαριές.

Στο πανηγύρι, το κάθε καφενείο έφτιαχνε μια σανίδα και μια ειδική εξέδρα (πάλκο) που το έστρωναν με ωραίες κουρελούδες, ήταν η θέση για τους οργανοπαίχτες, όπου θα τραγουδούσαν. Σημειώσατε ότι τότε όχι μόνο τα καφενεία και οι ταβέρνες είχαν κομπανίες με όργανα, αλλά και τα μπακάλικα…
Και χόρευαν όμορφα, όλοι χωρίς παρεξήγηση με τη σειρά, υπήρχε σεβασμός και εκτίμηση και την καλημέρα και τις ευχές, τα έλεγε κανείς με την καρδιά του κι όχι υστερόβουλα.
Η κίνηση του πανηγυριού σχετιζόταν ανάλογα με τη χρονιά, που αν ήταν δύστυχη (στην παραγωγή) ο κόσμος μεταχειριζόταν την έκφραση «κρύα πράγματα».
Τότε για τις τρεις μέρες του πανηγυριού όλοι είχαν κάνει το κουμάντο τους, τί θα ξόδευαν, άλλος είχε πουλήσει το κρασί του, άλλος λάδι, άλλος μια σούστα σανό ή άχυρο, άλλοι σκάλιζαν μεροκάματα φυτιές, αρκετά παλληκάρια δούλευαν στις αλωνιστικές μηχανές και φυσικά οι εποχιακοί «λεφτάδες» , οι ρετσινιάρηδες. Μερικοί έπαιρναν και μπροστάντζα απ’ τον «μουστερή» ή όπως τον έλεγαν «έμπορα» (ταβερνιάρη)…

Τότε οικογενειακώς έβγαιναν όλοι στο πανηγύρι και μέχρι πρωίας κάθονταν με τη σειρά σε όλα σχεδόν τα μαγαζιά. Οι γυναίκες έπαιρναν – επί το πλείστον – γλυκό ή «υποβρύχιο» ή αναψυκτικό και οι άντρες κρασί με μεζέ κοκορέτσι και τα τοιαύτα. Μετά τις τρεις το πρωί πολλές γυναίκες αποχωρούσαν για το σπίτι, η αγορά όμως ήταν γεμάτη, οι άντρες σχεδόν όλοι, δεν έφευγαν, έσμιγαν οι φίλοι όπως ήταν, παρέες μεγάλες και συνέχιζαν το γλέντι και πέραν της ανατολής του ηλίου…

Ανήμερα του Αγίου Πέτρου

Την 29η του μηνός Ιουνίου ημέρα της μνήμης του Αγίου Πέτρου, από το πρωί, όλο το χωριό στο πόδι, πάνδημη η συμμετοχή των Σπαταναίων καθώς και ξένων πανηγυριστών, φτάνουν στο γραφικό εξωκκλήσι που βρίσκεται σε όμορφο τόπο στον κάμπο των Μεσογείων, τρία χιλιόμετρα έξω από τα Σπάτα. Πάντοτε αρχιερατική λειτουργία χοροστατούντος του Μητροπολίτου της επαρχίας κατά την ημέρα αυτήν ακόμα και στα ζοφερά χρόνια της Κατοχής.

Ξεκινούσαν σχεδόν από το πρωί με τις σούστες και σαμαρωμένα ζώα, στρωμένη η πορτέλλα της σούστας και τα σαμάρια με, διάφορα σχέδια χρώματος, καραμελά που έκαναν το θέαμα πολύ γραφικό. Απαραίτητος οπωσδήποτε και ο συναγωνισμός τότε, στις σούστες και τα ζώα κι’ οι πιο μερακλήδες προ-πάντων οι νοικοκυραίοι, έκαναν «μπάμ» από πολύ μακριά με τα νέα «άλογα απ’ το χάνι» και τα ζώα ξυστριμένα καλά και πλυμένα, τα χάμουρα περασμένα με λάδι κι’ οι μπρούτζινες φιγούρες των, καρδιές κ.λ.π. γυαλισμένες με «μπράσσο» – όλα άστραφταν. Επίσης η χαίτη χτενισμένη και ο λαιμός των ζώων γεμάτος χαϊμαλιά με χάντρες και κουδούνια, όπου τα στρογγυλά τα έλεγαν οι γεωργοί «ρογκοβίλιες».
Για τους μερακλήδες προτιμητέες ήσαν οι μοντέρνες και ελαφρές σούστες «του λαδιού», σε σύγκριση με τις σούστες του «ξυγκιού». Του λαδιού σούστες ήταν αυτές που στο «τσιγκίλι» (άξονα των δύο τροχών), χρησιμοποιούσαν στο «τάσσι» ελαιόλαδο, ενώ στου «ξυγκιού» γράσσο με απλό «παξιμάδι». Περισσότερο φιγουράτες και πιο ακριβές φυσικά ήταν οι καγκελόσουστες, που μερικές απ’ αυτές γύρω στα πλαϊνά και την πορτέλλα, ειδικός μάστορας είχε ζωγραφίσει φρούτα, π.χ. σταφύλια, ροδάκινα, κομμένα σε φέτες πεπόνια και καρπούζια – ή και πουλιά, περιστέρια.

Τότε οι σούστες ξεκινούσαν απ’ το χωριό για τον Άγιο Πέτρο ακολουθώντας το δρόμο δεξιά, από Λίσεζι και μετά τη Θεία Λειτουργία συνέχεια από αριστερά της εκκλησίας προς Τζιβίδι, έφταναν στα «φαγιά». Εκεί ήταν έτοιμα τα καζάνια με το στιφάδο. Ο Μητροπολίτης ευλογούσε και δοκίμαζε το φαγητό που στη συνέχεια διανέμονταν στις κατσαρόλες των πανηγυριστών κι ύστερα πάλι, οι σούστες μία – μία κατά σειρά, ανηφόριζαν για το χωριό.
Πολύ γραφικό ήταν, όπως αναφέρουν οι γέροντες, όταν τον περασμένο αιώνα «τα φαγιά» (το στιφάδο), μαγειρευόταν στο μεγάλο προαύλιο της εκκλησίας και οι πανηγυριστές, έτρωγαν όλοι μαζί πάνω σε πολύχρωμες κουρελούδες που τις έστρωναν κάτω από τις μεγάλες ελιές και διασκέδαζαν χορεύοντας κάτω από τους ήχους της πίπιζας και του νταουλιού. Όταν το χωριό μεγάλωσε, η κατσαρόλα με το στιφάδο παίρνεται στα σπίτια των πανηγυριστών όπου τρώγεται οικογενειακώς.
Παρόντες και οι μικρέμποροι βιοπαλεστές κάτω στον Άγιο Πέτρο. Μετά τη θεία λειτουργία έφευγαν πάλι για το χωριό, ο καθένας στο πόστο του. Κι ήταν τόσο μαγευτικό το θέαμα – ιδίως κατά τη νύχτα – αυτών των μικροπωλητών, με τις εκατοντάδες ασετυλίνες, τα φωταέρια και τα σπαρματσέτα μεσ’ την καταστόλιστη αγορά με τις σκηνές μικρές και μεγάλες, υπαίθρια μικρά θέατρα, τ’ αλογάκια, λοταρίες, σκοπευτήρια, τα κανονάκια, οι παγωτατζήδες, τα παιγνιδάκια, καραμέλες, λουκούμια, μαλλί της γριάς, μπακλαβά, τουλούμπες, αερόμυλοι χάρτινοι χρωματιστοί, γιο – γιο, τοπάκια με λαστιχάκι, τσατσάρες, κουβαρίστρες, παγωτό χωνάκι «ΕΒΓΑ» και «ΧΕΛΜΟΣ», χαλβά αλλά και «χρυσά βραχιολάκια», καδένες, σκουλαρίκια – όλα με ένα φράγκοοο! Και τα όργανα το βιολί τους στις πλατείες.

Οι Σπαταναίοι χόρευαν – όμορφα – όλη την νύχτα με κέφι κάτω από μια θάλασσα από πολύχρωμους ηλεκτρικούς λαμπτήρες.
Χόρευε λοιπόν στο πανηγύρι το παλληκάρι, έκανε φιγούρες – τσακίσματα – πηδούσε, κτυπούσε το πόδι του, χόρευε και η υποψήφια αρραβωνιαστικιά με καμάρι σ’ άλλη παρέα, πέταγε στα όργανα ο νιός χρήματα, διάταζε κι ένα μοντέρνο τραγούδι της τότε εποχής που το διάλεγε για να πειράξει τη νέα που ήθελε και που ήταν εκεί κάπου στο πλήθος χωμένη και τον έβλεπε:

«Αφού εσύ δεν με χτιμάς, τι θες και κοροϊδεύεις,
κι’ όταν για γάμο σου μιλώ, πάντα μου τα μπερδεύεις
κοίτα να βρεις καν’ άλλονε, νάχει πολλούς παράδες
και μη ξαναμπερδεύεσαι, μ’ εμάς του φουκαράδες».

«Τα μουσικά οργανάκια του Αγίου Πέτρου» το έγραψα για να θυμηθούμε το παλιό πανηγύρι, το ελληνικό, τους παλιούς ανθρώπους που με ευλάβεια το διατηρούσαν … άλλοι άνθρωποι, καλοί! – συμμετείχαν σ’ όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις παρ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες της τότε ζωής και την αγραμματοσύνη τους – δεν ήσαν «αδιάφοροι» – υπήρχε συμπόνια στο φίλο, το γείτονα, το συγγενή, ή προθυμία για αλληλεγγύη, με ευλάβεια η συμμετοχή τους στη θεία λειτουργία, το τάμα, το πρόσφορο στον παπά και η αρτοκλασία, κι ύστερα η διασκέδαση…. «καιρός του χορεύειν», είπε ο «Εκκλησιαστής».

Το έθιμο τότε…

Στο βιβλίο του «Τα παιδιά της σιωπής» ο εθνολόγος Γ. Αλεξάκης θέτει το ερώτημα:
«Τα κορμπάνια της Ν.Α. Αττικής ήταν έθιμο που συνηθιζόταν από τους Ελληνόφωνους πληθυσμούς της Ν.Α. Αττικής πριν από την εγκατάσταση των Αρβανιτών στην περιοχή ή έχει σχέση με τον πληθυσμό αυτόν που άρχισε να εγκαθίσταται στην περιοχή από τον 14ο αιώνα και εξής;
Κατά τον συγγραφέα «η πραγματοποίηση του εθίμου σε παλαιούς ναούς κυρίως Βυζαντινούς δηλώνει ενδεχομένως ότι το έθιμο είναι παλαιότερο από την εγκατάσταση των Αρβανιτών στην περιοχή».
Ο καθηγητής – φιλόλογος Ανδρέας Μπερτόλης στο βιβλίο του «Το στιφάδο του Αγίου Πέτρου» αναφέρει ότι σύμφωνα με την προφορική παράδοση η έναρξη του εθίμου ανάγεται στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής, περίπου το 1780.
Όπως και να έχει, το έθιμο του στιφάδου του Αγίου Πέτρου διατηρείται μέχρι και σήμερα αναλλοίωτο και ζωντανό.
Η προσπάθεια του Λαογραφικού και Πανηγυρικού συλλόγου είναι επίπονη και διαρκής έτσι ώστε το έθιμο να διατηρεί τα παραδοσιακά του στοιχεία.
Την παραμονή της γιορτής του Αγίου, γυναίκες όλων των ηλικιών, κάτω από τις μεγάλες ελιές, καθαρίζουν τα κρεμμύδια και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες καθαρίζουν σκόρδα.
Η θυσία των ζώων – βοδιών, προβάτων και ό,τι είχε τάξει ο κάθε πιστός – γινόταν αρχικά (πριν το 1950) πάνω στο δρόμο όπου υπήρχε λάκκος για να χύνεται το αίμα, σχάρα όπου τα έσφαζαν και σιδερένια τσιγκέλια για να τα κρεμούν, να τα γδέρνουν και να τα τεμαχίζουν.
Σύμφωνα με φωτογραφική μαρτυρία στις αρχές του 1900 τα καζάνια ήταν έξι και το στιφάδο μαγειρευόταν στον περίβολο του ναού.

Τη δεκαετία του 1930 οικοδομήθηκε το πρώτο στέγαστρο στη θέση «Τζιβίδι», σε απόσταση 500 μ. από το Ναό, όπου γίνονταν όλες οι προετοιμασίες του φαγητού και το 1959 ο χώρος αυτός ανοικοδομήθηκε από εθελοντές κατοίκους των Σπάτων.
Τη διοργάνωση του εθίμου αναλάμβανε οργανωτική επιτροπή (του στιφάδου) αποτελούμενη από άντρες του χωριού, όλοι εθελοντές, «για την ευλογία του Αγίου».
Ο χώρος αυτός ονομάστηκε «Φαγιά».

Το έθιμο τώρα…

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που μας παραχώρησε ο Γεν. Γραμματέας του «Λαογραφικού και Πανηγυρικού Συλλόγου Σπάτων Πέτρου και Παύλου» για την παρασκευή του στιφάδου χρησιμοποιούνται:
– Επτά τόνοι μοσχάρι ψαχνό, που το επιλέγουν από βοσκότοπους της Βόρειας Ελλάδας (δεν δέχονται προσφορές για λόγους υγιεινής και υγείας των ζώων).
– Οκτώ τόνοι κρεμμύδια.
– 1.500 κιλά ντομάτα φρέσκια.
– 300 κιλά τοματοπελτές.
– 600 κιλά λάδι (συνήθως προσφορά).
– 500 κιλά ξύδι (συνήθως προσφορά).
– 150 κιλά μπαχαρικά (κανέλλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο, μπαχάρι, πιπέρι, αλάτι).
– 2.500 κεφάλια σκόρδο.
– 30 κιλά δάφνη και 30 κιλά δεντρολίβανο.
– 8 τόνοι καυσόξυλα (προσφορά και αγορά).
Την ευθύνη της παρασκευής την έχει ο αρχιμάγειρας (τιμής ένεκεν) και τρεις μάγειροι.
Εκτός της επιτροπής εθελοντικά δραστηριοποιούνται περίπου 150 άτομα.
Οι μερίδες που διανέμονται είναι 3.500, ποσότητα ικανή να σιτίσει 18-20.000 πανηγυριστές.
Η μερίδα περιέχει 5 πιάτα.
Πολλές μερίδες φαγητού διανέμονται δωρεάν σε ανθρώπους που έχουν οικονομικό πρόβλημα. Κατά κοινή ομολογία το «φαγάκι του Αγίου Πέτρου» είναι νοστιμότατο και «ευλογημένο».
Η ιερότητά του αποδεικνύεται από την πίστη ότι αυτό δεν αλλοιώνεται όσες μέρες και αν περάσουν.

Ιστορίες – Παραδόσεις

Η βαθιά πίστη και λατρεία στον Άγιο υπήρξε και υπάρχει ακόμη και σήμερα. Κανείς δεν τόλμησε να «παρεκκλίνει» του εθίμου. Ο Άγιος πρέπει να γιορταστεί «όπως του πρέπει». Τυχόν αμέλεια ή σκέψη για μη εφαρμογή του εθίμου «τιμωρείται».
Σας παραθέτουμε μερικές ιστορίες έτσι όπως έχουν διασωθεί από τη λαϊκή μας παράδοση.
– Ο προεστός του χωριού Μιχ. Παπαχρήστου δεν θέλησε να εφαρμόσει το έθιμο μια χρονιά, λόγω της έκτακτης ανάγκης που επικρατούσε εξ αιτίας των Βαλκανικών πολέμων. Μετά από κάποιες μέρες όταν πήγε στο αμπέλι του, ένα τεράστιο φίδι τυλίχτηκε στο λαιμό του και ξετυλίχτηκε μετά από λίγα λεπτά, χωρίς να τον δαγκώσει. Ο ίδιος έντρομος επέστρεψε με το γαϊδουράκι του στο σπίτι του όπου μετά από σύντομο χρονικό διάστημα απέθανε.
– Ένας γονιός είχε τάξει ένα βόδι στον Άγιο, για να γίνει καλά το παιδί του. Το παιδί του έγινε καλά αλλά αθέτησε το τάμα του λόγω Κατοχής. Το βόδι λέγεται ότι έκοψε το σχοινί και πήγε στην πόρτα της εκκλησίας του Αγίου, γονάτισε και έπεσε νεκρό.
– Κατά τις διώξεις των χριστιανών επί τουρκοκρατίας δεν είναι λίγες οι φορές που ο Άγιος «παρενέβαινε» και προστάτευε τους χριστιανούς. Από τα πολλά θαύματα του Αγίου ν’ αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι:
– Οι γυναίκες που καθαρίζουν κρεμμύδια δεν «κλαίνε»…
– Κατά την προετοιμασία του στιφάδου δεν πετάει καμία μύγα στο χώρο…
– Ταμένα στον Άγιο ζώα κόβουν το σχοινί και πηγαίνουν μόνα τους για θυσία…
– Το φαγητό του Αγίου δεν μουχλιάζει…
Και άλλες πολλές ιστορίες που διασώθηκαν από γενιά σε γενιά μέσα από τις διηγήσεις των παππούδων μας.
Το έθιμο συνεχίζεται ως τις μέρες μας αναλλοίωτο και ζωντανό και έτσι πιστεύουμε ότι θα συνεχιστεί και στο μέλλον γιατί η νέα γενιά της πόλεως των Σπάτων το αγκαλιάζει, το προφυλάσσει και το προχωράει στον χρόνο.