Μνηστεία-Γάμος
Ο γάμος στο χωριό τα παλιά χρόνια ήταν ίσως το πιο σημαντικό γεγονός, αφενός για το ζευγάρι που ξεκινούσε τη νέα του ζωή, αφετέρου γιατί όλη η τοπική κοινωνία ζούσε στους ρυθμούς του επικείμενου γεγονότος.
Εδώ δεν θ’ ασχοληθούμε με τα έθιμα της γαμήλιας τελετής, αλλά με τις συνήθειες που επικρατούσαν, πίστευαν και τηρούσαν όλοι ‘‘δίκην νόμου’’. Κανείς δεν διανοήθηκε ούτε να τις αμφισβητήσει, ούτε να παρεκκλίνει απ’ αυτές. ‘‘Άστου ετσούαμ, άστου ντο τε λλιμ’’ (έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τ’ αφήσουμε), έλεγαν.
Πριν αποφασίσουν οι γονείς με ποιά κοπέλα θ’ αρραβωνιάσουν το γιό τους ‘‘περνούσαν από κόσκινο’’ αυτήν, την οικογένειά της και το σόι της. ‘‘Νιερί γκα σόι έδε κεν γκα σταν’’ (άνθρωπο από σόι και σκυλί από στάνη), έλεγαν. Έπρεπε να ήσαν σίγουροι τί θα ‘‘πάρουν’’. Την κοπέλα την ήθελαν να είναι ντόπια, αλλά και σεβαστική, λιγομίλητη, οικονόμα και τίμια. Πρόσεχαν το ζευγάρι να μην έχει συγγένεια μεταξύ του (επιτρεπόταν από τρίτα ξαδέρφια και πάνω) και δεν έπρεπε να έχει τον ίδιο νονό γιατί θεωρούνταν πνευματικά αδέρφια.
Η αρραβωνιασμένη μέχρι να παντρευτεί δεν πήγαινε στο σπίτι των πεθερικών της, σε αντίθεση με το γαμπρό που την επισκεπτόταν συχνά. Το ζευγάρι δεν εμφανιζόταν δημόσια και δεν έμενε ποτέ μόνο του. Στο πανηγύρι ή στην Κυριακάτικη βόλτα συνοδευόταν πάντα από συγγενείς.
Σε περίπτωση που ο αρραβώνας διαλυόταν, τα ‘‘κεράσματα’’ (κοσμήματα και λίρες) επιστρέφονταν πίσω.
Το μυστήριο του γάμου γινόταν στο σπίτι ή στην ενορία της νύφης και αν ήταν ‘‘ξένη’’, στο χωριό της. Ο γαμπρός δεν επιτρεπόταν να συναντήσει τη νύφη δεκαπέντε ημέρες πριν το γάμο. Το νυφικό ήταν δώρο του πατέρα προς την κόρη του και όχι του γαμπρού, έθιμο που ισχύει μέχρι τις μέρες μας, σε αντίθεση με ό,τι συνηθίζεται στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι μητέρες των μελλονύμφων δεν παρευρίσκονταν στο μυστήριο, όπου κουμπάρος συνήθως ήταν ο νονός του γαμπρού, ή κάποιος άλλος που επίσης επέλεγε ο γαμπρός. Στο γαμήλιο γλέντι, στο σπίτι του γαμπρού, συμμετείχαν μόνον οι στενοί συγγενείς, ενώ αντίθετα, τα ‘‘προικιά’’ και τα έπιπλα της νύφης τα έβλεπε όλο το χωριό! Οι συγγενείς της νύφης συμμετείχαν στο γαμήλιο γλέντι αλλά αποχωρούσαν πριν τα μεσάνυχτα για να συνεχίσουν στο πατρικό της σπίτι όπου γλεντούσαν μόνοι τους τρώγοντας, χορεύοντας και πίνοντας ως το χάραμα.
Σε περίπτωση έκτακτου πένθους παντρεύονταν αλλά το γαμήλιο γλέντι γινόταν μετά από τρεις μήνες.
Μαρτυρίες αναφέρουν ότι, πριν το 1920, η νύφη κρεμούσε το νυφιάτικο σεντόνι σε κοινή θέα, αποδεικτικό παρθενίας και αγνότητας. Αργότερα φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε αυτό το έθιμο. Αν η νύφη ήταν έγκυος πριν το γάμο της-πολύ σπάνιο για την εποχή-η τελετή του γάμου γινόταν Πέμπτη ή Σάββατο και όχι Κυριακή, ενώ η μεταφορά της προίκας το Σάββατο το πρωί. Προσπαθούσαν όλα να γίνουν με συνοπτικές διαδικασίες και να περάσει αυτός ο γάμος όσο το δυνατόν απαρατήρητος. Το παιδί που είχε συλληφθεί πριν την τέλεση του γάμου λεγόταν ‘‘πρωϊμάδι’’ (πριν την ώρα του), χαρακτηρισμός που το συνόδευε υποκρύπτοντας θυμηδία.
‘‘Καλή’’ νύφη εθεωρείτο αυτή που γεννούσε ‘‘παιδιά’’, δηλαδή αγόρια. Το πρώτο αρσενικό παιδί ήταν χαρά, ευτυχία και καμάρι για τον πατέρα. Θα διαιώνιζε τη φαμίλια και τη γενιά. Το όνομα της οικογένειας θα συνεχιζόταν στην αυλόπορτα και στα κοφίνια (όπου συνηθιζόταν να αναγράφονται τα αρχικά γράμματα του ονοματεπωνύμου). Το πρώτο αγόρι ‘‘κληρονομούσε’’ και το παρωνύμιο (παρατσούκλι).
Μετά το γάμο η νέα νύφη ακολουθούσε την πεθερά της στη βρύση του χωριού, στο ‘‘Πούσι Γκέρε’’, όπου έριχνε ένα νόμισμα στο πηγάδι κάνοντας μια ευχή. Σε δεκαπέντε ημέρες μετά το γάμο, η πεθερά συνόδευε τη νύφη της στην εκκλησία, όπου την έβαζε να καθίσει στο στασίδι της.
Όταν η νύφη τακτοποιούσε την προίκα της, σε ένδειξη σεβασμού, δώριζε στην πεθερά της ένα ρούχο από το νυφιάτικο γιούκο της, όπως σεντόνι ή πετσέτα.
Κλεισμένη πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο του σπιτιού της, η νύφη δεν επιτρεπόταν να βγει ούτε για ψώνια στα μαγαζιά της αγοράς με μοναδική εξαίρεση τις ημέρες του πανηγυριού. Υποχρέωσή της ήταν η πλήρης αφοσίωση και υποταγή στα πεθερικά και στον άνδρα της, του οποίου το όνομα έπρεπε να τιμά και ‘‘εν ζωή’’ και ‘‘μετά θάνατον’’. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες μετά το γάμο τους αποκαλούνταν με το όνομα του άνδρα τους, όπως: Γιώργαινα, Μήτσαινα, Τάσαινα, Ντρίκαινα κ.ά.
Η Μεσογείτισσα αμέσως μετά το γάμο της εντασσόταν ολοκληρωτικά στην οικογένεια του άνδρα της.
Το κλέψιμο της κόρης
Στην επιλογή της νύφης ή του γαμπρού του παιδιού τους την πρώτη και τελευταία λέξη την είχαν πάντα οι γονείς.
Ακόμη και στην περίπτωση που το ζευγάρι γνωριζόταν από πριν, ή ήταν ερωτευμένο, όλα έπρεπε να γίνουν σωστά για τα μάτια του κόσμου. Να προηγηθεί δηλαδή προξενιό και να συμφωνήσουν πρώτα οι γονείς. Άν οι γονείς δεν συμφωνούσαν με την επιλογή του παιδιού τους, συνήθως για κοινωνικούς ή οικονομικούς λόγους, το κλέψιμο της νύφης ήταν μονόδρομος.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν σπάνιο γεγονός και όταν συνέβαινε, σχολιαζόταν επί ημέρες στο χωριό. Το ζευγάρι, πριν προχωρήσει σ’ αυτή τη λύση, έπρεπε να το σκεφτεί καλά καθότι οι γονείς το τιμωρούσαν με αποκλήρωση και απομόνωση. Παντρεύονταν μόνοι σε κάποιο ξωκκλήσι και συγκατοικούσαν με τους γονείς του γαμπρού που τους ‘‘μάζευαν’’. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι γονείς της κοπέλας δεν τους ξαναμιλούσαν ποτέ. Στην καλύτερη περίπτωση μετά τη γέννα του πρώτου παιδιού, η μάνα ‘‘μαλάκωνε’’ και πήγαινε στην κόρη της. Ο πατέρας ποτέ!!!
Οι συνέπειες του ‘‘κλεψίματος’’ ήταν οδυνηρές κι έτσι οι ερωτευμένοι νέοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να το αποφύγουν.
Το διαζύγιο
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ντροπή για την οικογένεια της κοπέλας, να ‘‘στείλουν το κορίτσι πίσω στη μάνα της’’. Ήταν ντροπή για τους γονείς που μεγάλωσαν ‘‘ανάξια’’ κόρη, αλλά και στίγμα για την ανύπανδρη αδελφή της που, ‘‘κι αυτή σαν την αδελφή της θάναι’’…
Σπάνια έφευγε η γυναίκα από το σπίτι του άνδρα της γιατί δεν είχε πού να πάει. Έστω κι αν υπέφερε τα πάνδεινα από την οικογένεια του άνδρα της αλλά και από τον ίδιο ακόμα, όπως ξυλοδαρμούς, πείνα, προσβολές δεν τολμούσε να το εκμυστηρευτεί στους δικούς της, γιατί εκείνοι της έλεγαν: ‘‘να γυρίσεις στον άνδρα σου, γιατί αυτή ήταν η τύχη σου’’.
Τα διαζύγια στο χωριό ήταν απειροελάχιστα. Πολλά όμως ανδρόγυνα συζούσαν κάτω από την ίδια στέγη αναγκαστικά, χωρίς αγάπη και συντροφικότητα γιατί οι αρχές της εποχής δεν επέτρεπαν σε κανέναν να παρεκκλίνει απ’ αυτές.
Η χηρεία
Ο χήρος με παιδιά, όταν συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το θάνατο της γυναίκας του, με την προτροπή των δικών του ξαναπαντρευόταν για να έχει το σπίτι νοικοκυρά και τα παιδιά του φροντίδα.
Η χήρα με παιδιά δεν ξαναπαντρευόταν και δεν έβγαζε τα μαύρα μέχρι να πεθάνει. Μεγάλωνε μόνη της τα παιδιά της με τη βοήθεια των γονιών της ή των αδελφών της. Καλλιεργούσε τα κτήματα είτε μόνη της, με τη βοήθεια εργατών, είτε τα έδινε ‘‘μεσιακά’’ (τα καλλιεργούσε άλλος και έπαιρνε τη μισή παραγωγή).
Δεν συμμετείχε σε κοινωνικές εκδηλώσεις ή στο πανηγύρι του χωριού από φόβο μήπως επικριθεί και την κακολογήσουν ότι ‘‘δεν τιμά τη μνήμη του άνδρα της και παντρολογιέται’’. Αντίθετα έπρεπε να προστρέχει στις κηδείες, να μοιρολογεί και να στέλνει χαιρετίσματα στον πεθαμένο άνδρα της.
Με την ενηλικίωση του γιού της ήταν επιβεβλημένο να του παραδώσει την ‘‘αρχηγία’’ και το ‘‘κουμάντο’’ της οικογένειας, γιατί διαφορετικά κρινόταν πολύ αυστηρά από τον κοινωνικό περίγυρο. Το προσωνύμιο ‘‘χήρα’’ τη συνόδευε σ’ όλη της τη ζωή και έτσι αναγραφόταν και στο δημοτολόγιο, σε αντίθεση με τον άνδρα που δεν αναγραφόταν σαν ‘‘χήρος’’. Μέχρι και σήμερα στο ονοματεπώνυμο της χήρας υπάρχει ο χαρακτηρισμός π.χ. Ελένη χήρα Δημητρίου…
Η πολιτεία έθεσε και εξακολουθεί να θέτει τη σφραγίδα της στην ήδη διαμορφωμένη από την κοινωνία αντίληψη.
Η υιοθεσία
Η ατεκνία του ζευγαριού ήταν ‘‘προνόμιο’’ της γυναίκας. Αυτή ήταν ‘‘στέρφα’’ και είχε την αποκλειστική υπαιτιότητα που δεν έκανε παιδιά… Υπήρχαν περιπτώσεις που ο άνδρας έδιωχνε τη γυναίκα του επειδή δεν μπορούσε να του κάνει απογόνους. Συνήθως όμως προχωρούσαν στη διαδικασία της νόμιμης υιοθεσίας με κάποιο παιδί, κυρίως κορίτσι, από το συγγενικό τους περιβάλλον (του αδερφού ή της αδελφής) για να ‘‘έχει το ίδιο αίμα’’, να τους γηροκομίσει και να τους κληρονομήσει.
Οι γονείς δεν είχαν αντίρρηση να δώσουν ένα από τα πολλά κορίτσια γιατί έτσι ελάφραιναν οικονομικά. Άλλωστε θα το έβλεπαν καθημερινά να μεγαλώνει και θα το καμάρωναν.
Η αντίληψη της τιμής
‘‘Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει’’
Η τιμή και η υπόληψη για τον παλιό Μεσογείτη ήταν προσωπική-οικογενειακή και συλλογική υπόθεση. ‘‘Θέλω το κούτελό μου καθαρό’’, έλεγαν. Πώς θα έβγαιναν ‘‘στον κόσμο’’ αν ακούγονταν λόγια γι’ αυτούς;
Η οικογενειακή τιμή ήταν συνυφασμένη με την παρθενία των κοριτσιών και την εντιμότητα και την εργατικότητα των αγοριών.
Τιμή σήμαινε σεβασμός στους γονείς, δικαιοσύνη στις σχέσεις με τους άλλους, τήρηση λόγου και υπόσχεσης, ανταπόδοση υποχρέωσης, αποπληρωμή χρεών, αγάπη για τον τόπο, βοήθεια στους πάσχοντες, ήθος, εντιμότητα και περηφάνεια.
Τιμή σήμαινε να δουλεύεις, να στερείσαι, να μοχθείς για να διατηρήσεις τη γη των παππούδων σου και να την ‘‘αβγαταίνεις’’. Ήταν μεγάλη ντροπή να ‘‘βάζεις κορδέλα’’ και να πουλάς τη γη και το μόχθο των γερόντων.
Ποτέ τα Μεσόγεια δεν ‘‘έβγαλαν’’ κακοποιά στοιχεία και ποτέ δεν ανέχτηκαν ανθρώπους με σοβαρές παραβατικές συμπεριφορές. Μαρτυρίες για εγκλήματα τιμής δεν αναφέρονται.
Η αντίληψη της τιμής ήταν ταυτισμένη με την τάξη και την ηθική. Τελεία και παύλα.