ΕΘΙΜΑ ΓΑΜΟΥ

Ο γάμος είναι πανάρχαιος θεσμός γεμάτος από εθιμική τελετουργία, πλήρης συμβολισμών και δρώμενων που δίνουν ασφαλή συμπεράσματα για τα ήθη κάθε εποχής.
Οι αξίες, οι σχέσεις των δύο φύλων, οι αυστηροί κανόνες της εποχής για τους νέους, αλλά και η οικονομική συμφωνία ανάμεσα στις οικογένειες των μελλονύμφων, συνοδεύονται από την ευλογία της εκκλησίας σ’ ένα γεγονός που συνδυάζει τη χαρά, το γλέντι και κυρίως την αναγέννηση της οικογένειας, της φαμίλιας, του «σογιού».
“Χαρές” ονόμαζαν τους γάμους οι παλιοί. «Στις χαρές σου» λέγανε στις προπόσεις με κρασί και στα τραταρίσματα.

Το προξενιό

Όταν οι νέοι έφταναν σε ηλικία γάμου (συνήθως δεκαέξι τα κορίτσια και είκοσι τα αγόρια) οι γονείς άρχιζαν ν’ αναζητούν την «κατάλληλη» οικογένεια («πόρτα») για να «συμπεθερέψουν».
Σπάνια όμως οι οικογένειες έκαναν το πρώτο βήμα από μόνες τους. Στηρίζονταν συνήθως στη βοήθεια μεσολαβητή του «προξενητή». Το ρόλο αυτόν τον αναλάμβαναν συνήθως γυναίκες «οι προξενήτρες» και σπανιότερα άνδρες. Λειτουργούσαν με την ιδιότητα του φίλου, του συγγενή ή του γείτονα της μιας ή της άλλης πλευράς με απαραίτητη προϋπόθεση την εχεμύθεια και τη μυστικότητα μέχρις ότου το προξενιό «πετύχει».
Η προξενήτρα φορώντας ένα από τα ρούχα ή τα παπούτσια της ανάποδα «για να πετύχει» το προξενιό, πήγαινε στα σπίτια αργά το βράδυ, ώστε να μη γίνει αντιληπτή από τη γειτονιά, κτυπούσε με προσοχή την αυλόπορτα λέγοντας «ανοίξτε μου, έχω έρθει για καλό σκοπό».
Η διπλωματία, η ευφράδεια λόγου, ή ικανότητα να αναδεικνύει τα προτερήματα και να υπεκφεύγει όταν έπρεπε, χαρακτήριζαν έναν καλό προξενητή. «Οι προξενητές» παινεύονταν για τα επιτυχημένα ζευγαρώματα που είχαν κάνει και ανταμοίβονταν γι’ αυτό με κάποια μικροδώρα από τις οικογένειες.
Το προξενιό «τελείωνε» με τη σύνταξη προικοσύμφωνου με συμβολαιογραφική πράξη ή με το «δια λόγου τάξιμο» δηλαδή με την υπόσχεση του γονέα ότι θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα.
Πριν τον πόλεμο ο πατέρας της νύφης υποσχόταν προίκα σε μετρητά το λεγόμενο «νάχτι» και σε ακίνητη περιουσία (αμπέλια, χωράφια, ρίζες ελιές). Αργότερα έδιναν λίρες, δραχμές και κάρα μούστου. Ιδανικό ήταν οι μελλόνυμφοι να ήταν συγχωριανοί, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση ότι «το καλό αρνί πουλιέται στον τόπο του» ή «παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν’ και μπαλωμένο».
Πολλά «συμπεθεριά» γίνονταν και με άλλα χωριά των Μεσογείων (Παιανία – Κορωπί – Μαρκόπουλο – Κερατέα) τα οποία οι οικογένειες δέχονταν με χαρά καθότι υπήρχε κοινή καταγωγή και κοινός τρόπος ζωής.
Σημαντικό ρόλο για την αρμονική σύζευξη των οικογενειών ήταν και το «καλό σόι».
Έλεγαν γι’ αυτό: «άνθρωπος από σόι, και σκυλί από στάνη».
Τα χαρακτηριστικά της καλής νύφης ήταν να είναι ηθική,σεμνή, τίμια, εργατική, νοικοκυρά αλλά και όμορφη και γεροδεμένη «για ν’ αντέχει τις δουλειές» και «να κάνει πολλά παιδιά».
Ο «καλός» γαμπρός έπρεπε να είναι όμορφος, ψηλός, προκομένος, μπεσαλής και εργατικός.
Όσο διαρκούσαν τα «προξενέματα» οι νέοι δεν είχαν ούτε λόγο ούτε άποψη. Απλά υπομονετικά περίμεναν τις αποφάσεις των «γερόντων».
Το προξενιό τελείωνε με τη συνάντηση των ανδρών συμπεθέρων σε ουδέτερο σπίτι όπου παρουσία του προξενητή «έδιναν τα χέρια» (λογοδόσιμο).
Η πρώτη συνάντηση των νέων γινόταν στο σπίτι της μελλόνυμφης, όπου ο πεθερός την «κερνούσε» χρυσές λίρες. Έδιναν «σημάδι». Πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι σπάνια, αλλά συνέβαινε κι αυτό, το ζευγάρι να γνωριζόταν από μόνο του και να ήθελε ο ένας τον άλλο. Σ’ αυτήν την περίπτωση ένας από τους δύο νέους – συνήθως ο άντρας – το έλεγε στους γονείς του και αυτοί έστελναν προξενητή για να ζητήσει την κοπέλα επίσημα από τον πατέρα της, έτσι ώστε «να κυκλοφορούν με το κεφάλι ψηλά» και «καθαρό το μέτωπο».

Αρραβώνας

Ο αρραβώνας ήταν η πρώτη επίσημη συνάντηση του νέου ζευγαριού και των οικογενειών τους. Πριν το 1960 απρόοπτα και αργότερα σε προκαθορισμένη ημέρα, ο γαμπρός με τους γονείς του και λίγους στενούς συγγενείς πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Με τις ευχές «να μας ζήσουν», «η ώρα η καλή», «στις χαρές σας», κρατώντας λίγα λουλούδια από τον κήπο του σπιτιού και σπιτικά γλυκά, ο πεθερός φορούσε δαχτυλίδι στη νύφη, «το καλαθάκι», και η πεθερά περνούσε στο λαιμό της νύφης κόσμημα («παντατίφ») από το δικό της αρραβώνα. Ακολουθούσαν τα κεράσματα με κουφέτα, λουκούμια και λικέρ και τραπέζι στους συγγενείς του γαμπρού.
Στο τραπέζι του αρραβώνα το επίσημο φαγητό ήταν κόκορας από το κοτέτσι και χοντρά μακαρόνια. Εκεί οριζόταν και η ημερομηνία του γάμου. Γλεντούσαν μέχρι να χαράξει και τότε πεζή κατευθύνονταν στο σπίτι του γαμπρού, για να συνεχίσουν το γλέντι, τραγουδώντας:

«Τώρα την αυγή, τώρα που η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:
Ξύπνα, αφέντη μου, και μη βαρυκοιμάσαι
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο…»

Με το άκουσμα του τραγουδιού η γειτονιά καταλάβαινε ότι τη νύχτα που πέρασε είχε γίνει αρραβώνας, αν βέβαια προηγουμένως δεν είχε ξυπνήσει από τουφεκιές στον αέρα.
Την άλλη μέρα στις ρούγες και στα καφενεία ήταν αντικείμενο συζήτησης, σχολιασμού και «κοινωνικής κριτικής».
Από την επόμενη μέρα οι οικογένειες δέχονταν στο σπίτι φίλους και γνωστούς για να ευχηθούν «η ώρα η καλή και ευλογημένη».
Ο γαμπρός μπορούσε να επισκέπτεται το σπίτι της νύφης, όσο ήταν αρραβωνιασμένοι, ενώ αντίθετα εκείνη θα πήγαινε στο σπίτι των πεθερικών της για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου.

Οι προετοιμασίες του γάμου

Ο ορισμός της ημερομηνίας του γάμου σήμαινε γενική κινητοποίηση όλων των μελών και των δύο οικογενειών, αλλά και των συγγενών και φίλων για να προετοιμαστούν όλα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.
Η οικογένεια του γαμπρού έπρεπε να προσθέσει άλλο ένα δωμάτιο στο μακρυνάρι της αυλής για να μείνει το νιόπαντρο ζευγάρι.
Η οικογένεια της νύφης έπρεπε να ετοιμάσει τα «προικιά» της.
Την τελευταία εβδομάδα πριν το γάμο έστηναν το «γιούκο» έτσι ώστε να φαίνονται όλα τα υφαντά και οι δαντέλες της νύφης.
Την Τετάρτη πριν το γάμο μια κοπέλα ανύπανδρη και αμφιθαλής «έπιανε» το προζύμι για να ζυμωθεί η κουλούρα του γάμου και τα μικρά κουλούρια με τα οποία θα καλούσαν τους συγγενείς. Προσκλητήρια γάμου καταγράφονται μετά το 1930.
Την Πέμπτη οι γυναίκες ζύμωναν την κουλούρα του γάμου και την κεντούσαν περίτεχνα. Έφτιαχναν πουλιά να φιλιούνται, στεφάνια, άνθη λεμονιάς και δάφνης, λουμίνια και στη μέση απαραίτητα το «λίσι» (βελανίδι) που το σχήμα του έμοιαζε με Ω ανάποδο. Το βελανίδι συμβόλιζε την μακροημέρευση όπως το δέντρο και είναι το χαρακτηριστικό σύμβολο της περιοχής των Μεσογείων. Παραλλαγές του βρίσκουμε στα «φούντια» και στα μανίκια του «τζάκου». Και τα δύο είναι κομμάτια της νυφιάτικης φορεσιάς.
Τα κουλούρια τα κεντούσαν κι αυτά, τα μέλωναν (για να είναι γλυκιά ή ζωή του ζευγαριού) τα έβαζαν σε πανέρια στολισμένα με λευκές δαντέλες και τα μοίραζαν νέες κοπέλες στους συγγενείς.
«Μας έστειλαν κουλούρι», έλεγαν εννοώντας ότι ήσαν προσκεκλημένοι.
Την Παρασκευή και το Σάββατο οι καλεσμένοι επισκέπτονταν το σπίτι της νύφης για να δουν τα προικιά της και να επαινέσουν την αξιοσύνη της. Το νυφικό κρεμόταν μπροστά στην ντουλάπα. Οι συγγενείς το «ασήμωναν» με χρήματα. Ανάλογες ετοιμασίες γίνονταν και στο σπίτι του γαμπρού. Κεντούσαν την κουλούρα, ζύμωναν τα ψωμιά και προετοίμαζαν τα φαγητά για το γαμήλιο γλέντι.

Προικοπαράδοση

Την Κυριακή το πρωί, μετά τη λειτουργία, ξεκινούσαν από το σπίτι του γαμπρού, προπολεμικά οι σούστες, αργότερα φορτηγά αυτοκίνητα, στολισμένα να παραλάβουν την προίκα από το σπίτι της νύφης. Όταν έφταναν πρόσφεραν τα δώρα στη νύφη: παλαιότερα τη μπόλια (μεταξωτό πέπλο) και το ξελίκι (κόσμημα κεφαλής) και αργότερα τα νυφιάτικα παπούτσια, τις κάλτσες, το στέμμα, γάντια και το πέπλο. Τα προσέφεραν πάνω σε όμορφα στολισμένο δίσκο. Φόρτωναν τα προικιά της, το «γιούκο», την ντουλάπα, το τραπέζι, τις καρέκλες και στο έξω μέρος της σούστας μεγάλες γλάστρες με λουλούδια. Όλα τα εύθραυστα τα μετέφεραν οι συμπεθέροι στα χέρια ή σε μεγάλα ψάθινα πανέρια. Ένα μικρό παιδί κρατούσε μια εικόνα και τα κλειδιά των επίπλων. Όσο πιο πολλές σούστες φορτώνονταν τόσο πιο πλούσια ήταν η νύφη. Η μητέρα της νύφης έδενε μεταξωτά άσπρα μαντήλια στην κεφαλαριά κάθε αλόγου ή στο καθρεφτάκι του φορτηγού και η πομπή ξεκινούσε με τους οργανοπαίχτες να προπορεύονται και τους συγγενείς ν’ ακολουθούν.

Η πομπή έφτανε στο σπίτι του γαμπρού που τους περίμενε στην αυλόπορτα, έδινε φιλοδώρημα στο μικρό παιδί για να «εξαγοράσει» την εικόνα και δεχόταν τα δώρα της νύφης ( τίρκια,πουκάμισο,κάλτσες ή μανικετόκουμπα κ.α.) Νέες κοπέλες έστρωναν το νυφικό κρεβάτι με τα καλλίτερα στρωσίδια της νύφης. Στο κρεβάτι έριχναν ασημένια νομίσματα, ρύζι, λουλούδια, χρήματα κι’ ένα μικρό αγόρι για να είναι γιος το πρώτο παιδί του ζευγαριού.

Το στόλισμα του γαμπρού και της νύφης

Το στόλισμα του γαμπρού αναλάμβανε ο μπαρμπέρης του χωριού. Τον κάθιζαν στη μέση της αυλής και γύρω του χόρευαν συγγενείς και φίλοι με τη συνοδεία λαϊκών οργάνων.
Η φορεσιά του μέχρι το 1930 ήταν το πουκάμισο, το γιλέκο, το πανωβράκι και το ζωνάρι. Αργότερα φορούσε κοστούμι και γραβάτα.
Το στόλισμα της νύφης ήταν σωστή ιεροτελεστία. Οι φιλενάδες της τη βοηθούσαν να ντυθεί τραγουδώντας:

«Σήμερα γάμος γίνεται
σ’ ωραίο περιβόλι
Σήμερα αποχωρίζεται
η μάνα από την κόρη…»

Στα παπούτσια της οι ελεύθερες κοπέλες έγραφαν τα ονόματά τους και ο αδελφός της, αν είχε, της φορούσε το νυφικό.
Η μητέρα της, της κρεμούσε φυλαχτό στο νυφικό που ήταν καλαμένιο σταυρουδάκι δεμένο με κόκκινη κλωστή, ή ψαλιδάκι, ή δίχτυ ψαρέματος ή της έβαζε λίγη μουντζούρα από το τηγάνι της κουζίνας πίσω από το αυτί.
Η κακογλωσσιά και το μάτιασμα φόβιζε ιδιαίτερα τους ανθρώπους του χωριού.
Η φορεσιά της νύφης μέχρι τις αρχές του 20ου αι. ήταν το φούντι, η γρίζα, ο τζάκος και η μπόλια. Αργότερα σταδιακά εγκαταλήφθηκε και αντικαταστάθηκε από μεταξωτό φορέμα, τη γρίζα και μεταξωτό μαντήλι ή πέπλο. Αναλυτική αναφορά στη νυφική φορεσιά γίνεται στην ενότητα «τοπική φορεσιά» της ιστοσελίδας μας.

Ο δρόμος προς την εκκλησία

Ο γαμπρός , ο κουμπάρος και οι συγγενείς του ξεκινούσαν με τα όργανα για το σπίτι της νύφης. Όταν έφταναν, η πεθερά καρφίτσωνε στο στήθος του γαμπρού λευκό μαντήλι με χρυσό νόμισμα στη μία του γωνία. Η νύφη αποχαιρετούσε τους γονείς της φιλώντας τους το χέρι λέγοντας: «ό,τι έχουμε πει, νερό και αλάτι», και οι γονείς της τη ράντιζαν με αλατόνερο. Μάνα και κόρη έκλαιγαν η μία στην αγκαλιά της άλλης, αφού ήταν η πρώτη φορά που η κόρη έφευγε από το σπίτι της. Το τραγούδι του αποχωρισμού συγκινούσε όλους:

«Μια Παρασκευή πρωί κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ’ έδιωχνε απ’ τ’ αρχοντικό μου
και ο πατέρας μου, κι αυτός μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιώντας
Πιάνω, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Βρίσκω ένα δεντρί, ψηλό σαν κυπαρίσσι…»

Οι γονείς και τα αδέρφια της τη χόρευαν ένα χορό και η πομπή ξεκινούσε για την εκκλησία. Τόσο η μητέρα του γαμπρού όσο και της νύφης δεν παρευρίσκονταν στο μυστήριο του γάμου.
Της πομπής προπορευόταν νεαρό αγόρι κρατώντας στολισμένο δίσκο με τα κουφέτα, τα στεφάνια, το πρόσφορο και το γλυκό κρασί. Ακολουθούσαν τα όργανα (λαούτο, βιολί, σαντούρι), οι λαμπάδες, οι μελλόνυμφοι, ο κουμπάρος και τα συμπεθεριά.
Ο κουμπάρος, σχεδόν πάντα, ήταν επιλογή του γαμπρού και των γονέων του και συνήθως ήταν ο νονός του.

Η στέψη

Η στέψη μέχρι το 1945 γινόταν στο σπίτι της νύφης, αργότερα στη «Μεγάλη Εκκλησία» της Παναγίας, ή στο χωριό της νύφης αν ήταν από αλλού. Πριν αρχίσει το μυστήριο ο ιερέας ρωτούσε τους γονείς του ζευγαριού αν «είναι όλα εντάξει» υποννοώντας αν τηρήθηκαν τα προσυμφωνημένα της προίκας. Αν υπήρχε διαφορά ο γαμπρός «έκανε πίσω» μέχρι να τακτοποιηθεί το θέμα. Μαρτυρίες αναφέρουν περιστατικά όπου ο πατέρας της νύφης μέτρησε μία μία τις λίρες που είχε τάξει στο γαμπρό, για ν’ αρχίσει το μυστήριο.
Οι καλεσμένοι έραιναν το ζευγάρι με λουλούδια και άφθονο ρύζι με την ευχή «να ζήσετε και καλούς απογόνους». Ακολουθούσε αναμνηστική φωτογραφία στα σκαλιά της εκκλησίας και από εκεί πάλι πεζή ξεκινούσαν με τα όργανα για το σπίτι του γαμπρού, όπου θα γινόταν το γλέντι. Μπροστά πήγαιναν 4-5 νέοι με λευκά πουκάμισα και γιλέκα, «οι Βλάμηδες», που χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής. Από πίσω παιδιά που κρατούσαν τις λαμπάδες και το ζευγάρι με τους συγγενείς.
Στην είσοδο του σπιτιού το ζευγάρι υποδεχόταν η πεθερά της νύφης. Τύλιγε με λευκό πανί το δάχτυλο της νύφης της και το βουτούσε σε ποτήρι με μέλι. Η νύφη έκανε με το μέλι το σημείο του σταυρού στον τοίχο του σπιτιού ή στην πόρτα. Στη συνέχεια έσπαζε ένα ρόδι στο έδαφος για το «καλό», η πεθερά ακουμπούσε τη νυφική κουλούρα τρεις φορές στα κεφάλια του ζευγαριού και μ’ ένα λευκό μαντήλι τους σκέπαζε και τους τραβούσε απαλά στο εσωτερικό του σπιτιού.
Απ’ αυτή τη στιγμή μια καινούργια ζωή άρχιζε για τη νύφη, η οποία έπρεπε να προσαρμοστεί στο νέο της σπιτικό: «Νύφη μου, όχι όπως τα ήξερες, όπως τα βρήκες» θα της πει πολλές φορές ή πεθερά της.

Και το γλέντι ξεκινά…

Οι νεόνυμφοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι ανάμεσα στους κουμπάρους, τους γονείς και τους ηλικιωμένους συγγενείς. Το χορό άνοιγε ο κουμπάρος που χόρευε το γαμπρό και τη νύφη, ακολουθούσε ο πατέρας και οι συγγενείς.

«Ένα τραγούδι θα σας πω
μ’ όλο μου το θάρρος
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
να ζήσει κι ο κουμπάρος.»

Στα τραπέζια υπήρχε άφθονο φαγητό, κρέας με πατάτες στο φούρνο, σαλάτες, τυριά, κρασί και τα όργανα έπαιζαν μέχρι τα ξημερώματα. Το γλέντι κρατούσε μέχρι και τρεις ημέρες. Την ημέρα στα χωράφια και τα βράδια επέστρεφαν για να συνεχίσουν το γλέντι. Όσοι δεν ήταν καλεσμένοι, σκαρφάλωναν στις γύρω μάντρες και συμμετείχαν στο γλέντι, έστω και από μακριά. Τέτοια γεγονότα περίμεναν για να ξεφύγουν λίγο από τη σκληρή καθημερινότητα και να διασκεδάσουν. Πρώτοι αποχωρούσαν από το γλέντι οι συγγενείς της νύφης τραγουδώντας:

«Καληνύχτα λοιπόν σου αφήνω
εις την κλίνην που μένεις Θεά
μια χάρη ζητώ από σένα
να με θυμάσαι κι εμένα καμιά φορά.»

Το επόμενο πρωί δύο νέοι κρατώντας μακρύ καλάμι, συνοδεία οργάνων, περνούσαν από τα σπίτια των συγγενών και έπαιρναν ζωντανές κότες, τις έδεναν στο καλάμι και τις πήγαιναν για μαγείρεμα στις γυναίκες του σπιτιού. Το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού όλοι μαζί έτρωγαν ζεστή κοτόσουπα, «βάλσαμο» για το ξενύχτι. Το τριήμερο, πολλές φορές, γλέντι τελείωνε με τις ευχές για «βίο ανθόσπαρτο και καλά γεράματα».
Τη δεύτερη Κυριακή μετά το γάμο η πεθερά συνόδευε το ζευγάρι στην εκκλησία και έβαζε τη νύφη να καθίσει στο στασίδι που καθόταν η ίδια. Ακολουθούσε επίσκεψη στο πατρικό σπίτι της νύφης και το πρώτο τραπέζι στο νιόπαντρο ζευγάρι από τους γονείς της. Η νύφη έδινε στους δικούς της μικρά δώρα (παντόφλες, κάλτσες, πουκάμισο στον πατέρα της κ.α.), ενώ για ένα χρόνο το ζευγάρι δεν πήγαινε σε άλλο γάμο ή κηδεία.

Οι νεόνυμφοι δεν πήγαιναν γαμήλιο ταξίδι, αν και υπάρχουν φωτογραφικές μαρτυρίες νιόπαντρων ζευγαριών να ποζάρουν στην Ακρόπολη, στο Φάληρο ή στην Τήνο. Έτσι άρχιζε η ζωή μιας νέας οικογένειας στο χωριό.