ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ

Το Αρβανίτικο Τραγούδι

Η ιδιαιτερότητα της μουσικής παράδοσης στο χωριό μας, συμπεριλαμβανομένων και των άλλων Μεσογείτικων χωριών, έγκειται στο γλωσσικό ιδίωμα (αρβανίτικα) αφού η κοινότητα ήταν δίγλωσση.
Τα τραγούδια της περιοχής των Μεσογείων είναι επί το πλείστον ερωτικά και γαμήλια.
Το μουσικό τους ύφος είναι απλό και λιτό και ο ρυθμός τους αυστηρός (όπως ακριβώς και ο χαρακτήρας των ανθρώπων).
Διασώζονται και τραγουδιούνται αιώνες τώρα, από γενιά σε γενιά προφορικά.
Η δυσκολία καταγραφής τους έγκειται στο ότι η αρβανίτικη γλώσσα έχει μόνο προφορικό λόγο.
Ο τραγουδιστής Γιώργος Παπασιδέρης από την Κούλουρη (Σαλαμίνα) ηχογράφησε πρώτος το 1932 λίγα αρβανίτικα τραγούδια σε δίσκους εμπορίου 78 στροφών.
Μεταπολεμικά αρκετοί Αρβανίτες επαγγελματίες τραγουδιστές τραγουδούσαν αρβανίτικα τραγούδια όπως ο Μιχάλης Μενιδιάτης ή Καλογράνης, από το Μενίδι, ο μουσικός και τραγουδιστής Θανάσης Μωραΐτης από τα Βάγια Βοιωτίας που εξέδωσε 2cd, το Λύκειο Ελληνίδων Σαλαμίνας, ο «Αρβανίτικος σύνδεσμος Ελλάδας» και πολλοί άλλοι νεότεροι αξιόλογοι Αρβανίτες τραγουδιστές.
Η λογοτέχνης – εθνολόγος Μαρία Μιχαήλ Δέδε έχει συγγράψει δύο βιβλία για τ’ αρβανίτικα τραγούδια, ο μουσικός Θανάσης Μωραΐτης έχει επίσης καταγράψει 150 περίπου τραγούδια απ’ όλη την Ελλάδα όπου αναλύει και τη μουσική δομή τους καθώς και η νεότερη μουσικός και Διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Τέχνης και Πολιτισμού κ. Βάσω Κιούση με το βιβλίο της «Τα τραγούδια των γυναικών στα Μεσόγεια 1900 – 1950».
Το Αρβανίτικο τραγούδι βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο κάθε έρευνας που αφορά την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και υπάρχουν πολλές καταγραφές και αναλύσεις από αξιόλογους στο είδος τους επιστήμονες, όπου παρουσιάζονται κατά καιρούς σε επιστημονικές συναντήσεις και ημερίδες.
Θεωρούμε χρέος μας να φροντίσουμε να μη χαθεί ένα πολύτιμο κομμάτι της λαϊκής μουσικής μας παράδοσης: το Αρβανίτικο τραγούδι.

Ρα καμπάνα ε Παπαντήσσε

Ρα καμπα-ρα καμπάνα Υπαπαντήσ’
Μωρέ ρα καμπάνα Υπαπαντήσ’
γκρέου μόι βάιζν τ’ βετς ν’ κλίσ’

Ρα καμπα-ρα καμπάνα ντι-τρι χέρ’
Μωρέ ρα καμπάνα ντι-τρι χέρ’
γκρέου μόι βάιζν τ’ βουρ τσεμπέρ’…

(Χτύπησε η καμπάνα της Υπαπαντής)

Χτύπησε η καμπάνα της Υπαπαντής
Μωρέ χτύπησε η καμπάνα της Υπαπαντής
σήκω κόρη πήγαινε στην εκκλησία

Χτύπησε η καμπάνα δύο-τρεις φορές
Μωρέ χτύπησε η καμπάνα δύο-τρεις φορές
σήκω κόρη βάλε το τσεμπέρι…

Οι Αρβανίτες των Μεσογείων – και όχι μόνον – τιμούσαν ιδιαίτερα την Υπαπαντή του Κυρίου. Έκτιζαν εκκλησάκια στη χάρη της, την τιμούσαν και την πανηγύριζαν.
Τραγουδά ο δεξιοτέχνης, δάσκαλος στο ούτι και συντοπίτης μας Νίκος Σαραγούδας.

Για το συγκεκριμένο τραγούδι γράφει ο Δημ. Μαντάλας:

Το ‘‘Ρα καμπάνα ε Παπαντήσσε’’ υπήρξε ένα τραγούδι σταθμός στα πολιτιστικά δρώμενα των Μεσογείων. Σχεδόν κάθε γιορτή και κάθε πανηγύρι άνοιγε με αυτό το τραγούδι ενώ επαναλαμβανόταν άπειρες φορές κατά τη διάρκεια των πολυήμερων γλεντιών του προηγούμενου αιώνα. Αγαπήθηκε δε τόσο πολύ από τους προγόνους μας ώστε δικαίως αποκλήθηκε ο ‘‘εθνικός ύμνος’’ των Αρβανιτών.

Η θεματολογία του γνωστή και συνηθισμένη στην αρβανίτικη λαογραφία αφού περιγράφει τον πόθο ενός νέου προς μια κοπέλα. ‘‘Χτυπά η καμπάνα της Υπαπαντής, σήκω να πας στην εκκλησία για να μπορέσω να σε δω’’, της λέει. Η εκκλησία και ο χορός που ακολουθούσε στο προαύλιό της ήταν ο μόνος χώρος όπου μπορούσαν να συναντηθούν οι νέοι της κλειστής αρβανίτικης κοινωνίας και να ανταλλάξουν βλέμματα. Γιατί μέχρι εκεί μόνον επέτρεπαν τα πολύ αυστηρά ήθη της αρβανίτικης φάρας.

Ωστόσο ο νέος, οινοβαρής από την κατανάλωση κρασιού που επιβάλλετο στο πανηγύρι, παρασύρεται από το πάθος του για τη Μαρία, την ηρωίδα του τραγουδιού, και την καλεί να ξεφύγουν από τον στενό κύκλο του χορού και να φιληθούν στα κλεφτά, τώρα που η μάνα δεν τους βλέπει. Ένας στίχος με προτροπή και πράξη ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη, η οποία όμως εξέφραζε τους μύχιους και ανομολόγητους πόθους ενός ολόκληρου πληθυσμού, σκληρά καταπιεσμένου για αιώνες από μια άτεγκτη ηθική που άγγιζε τα όρια της ψυχολογικής νευρώσεως. Και ήταν ίσως αυτή η προτροπή σε ερωτικές διαχύσεις, επάνω μάλιστα στον ιερό χρόνο και χώρο του μεγάλου πανηγυριού της Υπαπαντής, που έκανε το συγκεκριμένο τραγούδι να δεθεί τόσο πολύ με την ψυχοσύνθεση των προγόνων μας και να αντηχεί χιλιάδες φορές σε όλον τον Μεσογείτικο κάμπο, από του Σπάτα και του Λιόπεσι τα χωριά, μέχρι το υπερήφανο Μαρκόπουλο και την απομονωμένη στα βουνά της Κερατιά.

Δημήτρης Μαντάλας
πηγή: www.marko.gr

Ντο τα πρες κοτσίδετε

Ντο τα πρες κοτσίδετε
τε τα βερβινιέ γκα σκίντετε
Μόι κοτσίδε ντρέδουρε
Μόι σαν τα κα μπλιέδουρε
Μόι κοτσίδε δραγκολιέ
τε κε κέσε ν’ αγκαλιέ

Ντο τα πρες κοτσίδε γκλιάτε
πο τσε ντούρτε γκα ιθάτε
Ντότε βίνιε νόνιε μπρέμε
πο τσε ντούρπε γκα γιοτέμε
Ντο τα πρες κοτσίδετε
τα τε βέρβινιε γκα σκίνετε

(Θα σου κόψω τις κοτσίδες)

Θα σου κόψω τα κοτσίδια
και θα στα πετάξω στα σκίνα
Τα κοτσίδια τα στριφτά
Πόσα σου ‘χω μαζέψει
Κοτσίδα μου σαν δενδρογαλιά
να σε είχα στην αγκαλιά

Θα σου κόψω τη μακριά κοτσίδα
μόνο ντρέπομαι τον πατέρα σου
Ήθελα να ‘ρθω ένα βράδυ
αλλά ντρέπομαι τη μάνα σου
θα σου κόψω τα κοτσίδια
και θα στα πετάξω στα σκίνα

Αγαπημένο ερωτικό τραγούδι των χωριών των Μεσογείων. Εδώ το τραγουδάει ο Μιχάλης Μενιδιάτης.
Ο ρυθμός είναι ο αρχαίος (υ υ΄-) ρητός ανάπαιστος (αναπαιστικό μέτρο).
Το τραγούδι αναφέρεται στο «κλέψιμο» της νύφης από το γαμπρό (όταν δεν τον θέλει η οικογένειά της) και δείχνει αφ’ ενός έρωτα και αγάπη για την κοπέλα αλλά και θυμό.

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες

Οι παραδοσιακοί μας χοροί όπως και τα τραγούδια είναι μέρος της λαϊκής παραδοσιακής μας κληρονομιάς και φανερώνουν την ταυτότητα της κοινότητας και τον τρόπο έκφρασής της σε ομαδικές δημόσιες συγκεντρώσεις όπως πανηγύρια, απόκριες, γεωργικές δουλειές ή σε ιδιωτικές όπως αρραβώνες, γάμους και βαπτίσεις.
Οι χοροί και τα τραγούδια των Μεσογείων είχαν ένα ιδιαίτερα τοπικό ύφος που βαθμιαία επηρεάστηκε από την περιοχή της Καρυστίας (νησιωτικό) και της Ρούμελης.
Χορευόταν συνήθως ο συρτός, ο καλαματιανός, ο τσάμικος ή αρβανίτικος όπως και αντικριστοί χοροί (απτάλικος και καγκέλια).
Τους χορούς και τα τραγούδια συνόδευαν, σχεδόν πάντα, λαϊκά τοπικά όργανα. Σε αρκετά χωριά υπήρχαν ερασιτεχνικές και επαγγελματικές κομπανίες οι οποίες κάλυπταν και τις ανάγκες άλλων τόπων. Δεν έλειπαν βέβαια και ο πλανόδιοι – περιπλανώμενοι οργανοπαίχτες που έδιναν το παρών στις ονομαστικές γιορτές, στα εξοχικά πανηγύρια και όπου τους καλούσαν.
Ήταν αυτοδίδακτοι, αλλά πολύ ταλαντούχοι, διακρίνονταν για τη δεξιοτεχνία τους, την αγάπη τους για το τραγούδι, το σεβασμό τους προς τους ανθρώπους και το ήθος τους. Γι’ αυτό ήσαν ιδιαίτερα αγαπητοί στον τόπο μας, και τους προσφωνούσαν με τα μικρά τους ονόματα.
Ντόπιοι λαϊκοί οργανοπαίχτες προπολεμικά ήταν ο Κώστας Πρίφτης (Χασιώτης) ένας από τους καλύτερους λαουτιέρηδες της εποχής του, ο Αναστάσιος Σαρίκας (λαούτο), ο γιός του Παναγιώτης (σαντούρι – βιολί – μαντολίνο), ο Κώστας Παλαιολόγος (σαντούρι), από τους καλύτερους πανελλαδικά, ο Αλέκος Καμπουρίδης (λαούτο) και ο Γιάννης Φράγκου (κιθάρα – τραγούδι). Ο Μάρκου ή Τσαμπούνας (γκάιντα) και ο Χρήστος Στάμου (νταούλι) δεν ήσαν επαγγελματίες και έπαιζαν συνήθως στα πανηγύρια και στα γλέντια.
Μετά τον πόλεμο έχουμε τον κ. Νίκο Σαραγούδα, δεξιοτέχνη στο ούτι και τραγουδιστή. Σεμνή και διακριτική παρουσία δίπλα του η ερμηνεύτρια παραδοσιακών τραγουδιών και σύζυγός του Γιασεμή.
Στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού του Αγίου Πέτρου στο πάλκο έπαιζαν και τραγουδούσαν ο Γιώργος Παπασιδέρης (κιθάρα – τραγούδι), Γιώργος Κόρος (βιολί), Μίμης Κουλουριώτης (κιθάρα-τραγούδι), Μιχάλης Μενιδιάτης (κιθάρα – τραγούδι), Δημήτριος Ζάχος (κιθάρα – τραγούδι), Ιωάννης Περδικόπουλος (κιθάρα – τραγούδι), Ατραΐδης (κιθάρα – τραγούδι), Βαγγελάκης (κιθάρα – τραγούδι) και άλλοι που πιθανόν μας διαφεύγουν.
Αξέχαστοι άνθρωποι – Αξέχαστα χρόνια για όσους τα έζησαν!!

Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες.
Τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε:
Ξύπνα αφέντη μ’ και μη βαρυκοιμάσαι,
Ξύπνα αγκάλιασε.
Ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο,
κι άσπρονε λαιμό.
Κι άσπρονε λαιμό σαν τη δροσιά του Μάη.
Άσε λυγερή, λίγον ύπνο για να πάρω,
γιατί ο αφέντης μου,
Γιατί ο αφέντης μου στη βάρδια μ’ έχει απόψε,
και στον πόλεμο.

Το άκουσμα αυτού του τραγουδιού σηματοδοτούσε το «τελείωμα» του προξενιού και την αρχή ενός επιτυχημένου ζευγαρώματος.
«Τα πουλιά» την άλλη μέρα θα «πέταγαν» σε κάθε σπίτι για να φέρουν την είδηση!!

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ’ έδιωχνε από τα γονικά μου
κι ο πατέρας μου κι αυτός, μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας φεύγω παραπονιώντας,
παίρνω ‘να στρατί, στρατί το μονοπάτι.

Τραγούδι αποχωρισμού της κόρης από τους γονείς της και το πατρογονικό σπίτι. Τραγούδι του γάμου με έντονα συναισθήματα κυρίως λύπης και παράπονου.
Μια νέα ζωή ξεκινάει…
Τραγουδά η Γιασεμή Σαραγούδα

Έμορφη Μεσογείτισσα κιτρινοτσεμπερούσα,
κόρη φεγγαροπρόσωπη
και χαμηλοβλεπούσα…

Τραγούδι που ακουγόταν στο πανηγύρι του χωριού και εξυμνούσε την ομορφιά και τα κάλλη της Μεσογείτισσας κόρης…

Αυτά τα μάτια τα γλυκά
για πες μου που τα βρήκες
τα έκλεψες τ’ αγόρασες
ή δανεικά τα πήρες…

Παραδοσιακό τραγούδι, τραγουδισμένο από τον Κουλουριώτη τραγουδιστή και μουσικό Γιώργο Παπασιδέρη.

Κάντε κλικ να ακούσετε τα τραγούδια που χορεύονταν στις γιορτές και τα πανηγύρια

      ΕΛΕΝΑΡΑ, 1929, ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΤΑΛΓΚΑΣ

      Η ΜΟΔΙΣΤΡΟΥΛΑ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

      ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ-ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΤΡΙΝΟΣ

      Η ΒΑΡΒΑΡΑ- ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ

      ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ - ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΗ

      ΤΟ ΠΑΠΑΚΙ (1934)- ΓΙΩΡΓ. ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ-ΚΩΣΤ. ΓΙΑΟΥΖΟΣ