ΕΘΙΜΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΧΑ

Καθαρή Δευτέρα

Με το δείπνο της Κυριακής της Τυρινής έκλεινε η περίοδος της αποκριάς και την επαύριον ξεκινούσε η Μεγάλη Σαρακοστή. Οι κάτοικοι του χωριού μας με βαθιά πίστη στο Θεό και στα πατροπαράδοτα έθιμά μας προετοιμάζονταν πνευματικά για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα.
Η Καθαρή Δευτέρα, πρώτη μέρα της μεγάλης νηστείας, μέχρι και το 1960, δεν εορταζόταν στις εξοχές όπως καθιερώθηκε αργότερα. Ήταν για το χωριό μια συνηθισμένη καθημερινή. Οι άνδρες πήγαιναν στα κτήματα και οι γυναίκες, πίσω στο σπίτι, δεν «έβαζαν κατσαρόλα». Έπλεναν με αλισίβα (σταχτόνερο) όλα τα μαγειρικά σκεύη του σπιτιού, ακόμα και το μικρό χαμηλό τραπέζι που έτρωγαν, το σοφρά, για να μη μείνει κανένα υπόλειμμα από τα «αρτυμένα» φαγητά της Αποκριάς. Μικροί, μεγάλοι έτρωγαν φαγητό αλάδωτο όπως ψητές πατάτες και κρεμμύδια στη χόβολη, ελιές, ταραμά, χαλβά και αντί ψωμιού έψηναν στο τζάκι πιταστά.
Για τα παιδιά ήταν μέρα χαράς, παιχνιδιού και διασκέδασης. Οι αυτοσχέδιοι χαρταετοί και οι σαΐτες πετούσαν από πολύ πρωί στον κάμπο. Τους έφτιαχναν μόνα τους με εφημερίδες που τις κολλούσαν με ζυμάρι, έφτιαχναν σκελετό με καλάμια και για ουρά έβαζαν κουρέλια που έβρισκαν στο σπίτι.
Την πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής οι αρραβωνιασμένες και οι νιόπαντρες συνήθιζαν να στέλνουν στις πεθερές και στις μάνες τους τα «κοκά» ή «κοκάτσα». Δηλαδή διάφορα φαγώσιμα νηστίσιμα όπως, στραγάλια, ξερά σύκα, σταφίδες, καφέ και ζάχαρη αλλά και μικροδώρα όπως μαντήλια, παντόφλες, κάλτσες κ.ά.
Τα «κοκά» τα συνόδευαν με ζυμωτό ψωμί «την τριμερίτα» ψημένο στον ταβά (μικρό χάλκινο ταψάκι) χωρίς κεντίδια στην επιφάνειά του παρά μόνο χαραγμένο με την «ξύστρα» (εργαλείο ζυμώματος) ή στολισμένο με μικρές ψαλιδιές.

Συνήθειες

Η Μεγάλη Σαρακοστή προσδιορίζεται ως κινητή περίοδος και διαρκεί από την Καθαρή Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή πριν το Σάββατο του Λαζάρου.
Σ’ όλες αυτές τις μέρες οι κάτοικοι του χωριού μας έκαναν αυστηρή νηστεία εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής που επιτρεπόταν το λάδι, όπως και την ημέρα των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις ηλικιωμένων που αρρώσταιναν από αβιταμίνωση και ασιτία.
Σ’ αυτήν την περίοδο δεν υπάρχουν καθόλου γιορτές («αόρταστος») και δεν γίνονταν αρραβώνες ή γάμοι. Σε κάθε σπίτι τελούσαν το μυστήριο του ευχελαίου «υπέρ υγείας», καθάριζαν και ασβέστωναν τους τάφους των οικείων τους «υπέρ συγχωρήσεως».
Κάθε πρωί φρόντιζαν να πάνε στις «προηγιασμένες» λειτουργίες και κάθε Παρασκευή στους «Χαιρετισμούς».

Το Σάββατο του Λαζάρου

Μια εβδομάδα πριν τη Μεγάλη – τη λεγόμενη – «Βουβή» ή «Κουφή», μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι νοικοκυρές ζύμωναν ψωμί στολισμένο με δαφνόφυλλα όπως – σύμφωνα με μαρτυρίες – και λαζαράκια. Τα λαζαράκια ήταν μικρά ομοιώματα του Λαζάρου με μακριά χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα, συμβολίζοντας έτσι το σαβανωμένο σώμα του.
(Λαζαράκια με κουρέλια έφτιαχναν και οι μάνες στα παιδιά για να παίζουνε τις κούκλες).
Τα κάλαντα του Λαζάρου τα έλεγαν συνήθως μόνο κοπέλες που κρατώντας ένα καλάθι για τ’ αυγά γύριζαν τις γειτονιές και τα συγγενικά τους σπίτια τραγουδώντας:

«Πού ήσουν Λάζαρε
πού είναι η φωνή σου
που σε γύρευε
η μάνα κι η αδερφή σου;

Ήμουν στη γη
στη γη θαμμένος
και με τους νεκρούς
νεκρός αποθαμένος

Δώστε μας αυγά
αυγά να σας τα πούμε
κι οι κοτούλες σας
πολλά πολλά γεννούνε».

Οι νοικοκυρές τις φίλευαν μ’ ένα αυγό μαζί μ’ ένα λαζαράκι ή ένα ζυμωτό σπιτικό κουλούρι.

Η Κυριακή των Βαΐων

Βάγια – Βάγια των Βαγιών
Τρώμε ψάρι και κολιό
Και την άλλη Κυριακή
Τρώμε το παχύ αρνί.

Την ημέρα αυτή μικροί και μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία για να πάρουν τα Βάγια (δάφνη) και να τα βάλουν στα εικονίσματα.
Το μεσημέρι γεύονταν τηγανητό μπακαλιάρο και σκορδαλιά από ζυμωτό ψωμί με μπόλικο σκόρδο.

Πάσχα – Πασχαλιά – Ανάσταση

Η αναγέννηση της φύσης και της ανθρώπινης ψυχής.
Η Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών Αικ. Καμηλάκη γράφει:
«Ιστορικά το Πάσχα συμβολίζει την έξοδο από το σκοτάδι στο φώς.
Μια μετάβαση που απαιτεί μακρά σωματική και ψυχική – πνευματική προετοιμασία. Για τη Χριστιανοσύνη ξεκινά με τη νηστεία της Σαρακοστής και συνεχίζεται με το λαό να συμπάσχει στο μαρτύριο του Θεανθρώπου.
Η όλη περίοδος διανθίζεται με πλούσια λατρευτικά έθιμα, αλλά και άλλα προχριστιανικά, εξαγνιστικά και αποτρεπτικά του κακού τα οποία εντάχθηκαν στην θρησκεία».

Η Μεγάλη Εβδομάδα

Η Μεγάλη Εβδομάδα έβρισκε τα σπίτια έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή. Οι μαντρότοιχοι, οι αυλές, τα χαγιάτια φρεσκοασβεστωμένα και οι γλάστρες βαμμένες κατακόκκινες με εποχιακά λουλούδια βιολέτες, κρίνα, ζουμπούλια, σκυλάκια. Φρόντιζαν να έχουν πολλά λουλούδια για να στολίσουν τον Επιτάφιο.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα οι απλοί άνθρωποι του χωριού τη βίωναν ως περίοδο πένθους. Αυτό εκφραζόταν με την ηρεμία και την ησυχία που επικρατούσε στα νοικοκυριά καθώς και με τον καθημερινό, πρωί- απόγευμα, εκκλησιασμό όλων των μελών της οικογένειας.
Τα παιδιά τραγουδούσαν τα Θεία Πάθη ως εξής:

Μ. Δευτέρα, ο Χριστός στη μαχαίρα
Μ. Τρίτη, ο Χριστός εκρύφθη
Μ. Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη
Μ. Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη
Μ. Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί
Μ. Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο
Και την Κυριακή, θ’ αναστηθεί
κι οι Χριστιανοί θα φάνε το αρνί.

Αξίζει εδώ ν’ αναφέρουμε ότι για να είναι ήσυχα τα παιδιά της εποχής, να μην δημιουργούν δηλαδή φασαρίες και μαλώματα, διαδιδόταν η φήμη από τους γονείς ότι οι Εβραίοι πίνουν το αίμα των παιδιών, τα πιάνουν και τα κλείνουν μέσα σε βαρέλια με καρφιά και άλλα… Αντιπαιδαγωγικό μεν, αλλά εντάσσεται στην πληθώρα των δοξασιών και των παραδόσεων που γέννησε η έχθρα και η αντιπαλότητα μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών της τότε εποχής.
Το απόγευμα της Μ. Τετάρτης ψαλλόταν η Ακολουθία του Μεγάλου Ευχελαίου. Οι νοικοκυρές με το αλεύρι που πήγαιναν στην εκκλησία έφτιαχναν το πρόσφορο της Λαμπρής. Το «ύψωμα» (το κεντρικό κομμάτι της σφραγίδας) το έβαζαν στα εικονίσματα του σπιτιού και το αντικαθιστούσαν τον επόμενο χρόνο.
Τη Μ. Πέμπτη οι νοικοκυρές ζύμωναν «τις κοσόνες» (Λαμπρόψωμα), τις στόλιζαν με κόκκινα αυγά και τις τοποθετούσαν όρθιες στο ξύλινο ράφι της κουζίνας μαζί με τα ψωμιά.
Τις κοσόνες τις έστελναν οι πεθερές στις αρραβωνιασμένες νύφες τους μαζί με το κερί της Λαμπρής, άσπρα παπούτσια, κάλτσες και άλλα μικροδώρα.
Το ίδιο και οι νονές στα βαφτιστήρια τους.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 άρχισαν να φτιάχνουν τσουρέκια και πασχαλοκούλουρα. Την ίδια μέρα έβαφαν και τα κόκκινα αυγά. Το πρώτο το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι μέχρι το επόμενο Πάσχα. Τη βαφή δεν την έχυναν μαζί με άλλα βρώμικα νερά, παρά έσκαβαν έναν λάκκο στο χώμα και την έριχναν εκεί. Από το απόγευμα της Μ. Πέμπτης κορίτσια με ψάθινα πανέρια γύριζαν τα σπίτια και μάζευαν λουλούδια για το στόλισμα του Επιταφίου, βιολέτες, γαρύφαλλα, κρίνους, τριαντάφυλλα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από τις μυρωδιές της άνοιξης. Ο στολισμός του Επιταφίου γινόταν τη νύχτα της Μ. Πέμπτης προς Μ. Παρασκευή, αν και υπάρχουν μαρτυρίες πως παλαιότερα στολιζόταν πολύ πρωί τη Μ. Παρασκευή. Τα νέα κορίτσια, σαν άλλες μυροφόρες, στόλιζαν τον Επιτάφιο ψάλλοντας το μοιρολόϊ της Παναγίας:

«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό για να το λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.
Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ΄Αρχαγγέλου στόμα
-Φτάνουν Κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και τα μετάνοια
και τον υιόν σου πιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή οι τέσσερις αντάμα
έπιασαν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτάν δεξιά κι αριστερά, κανέναν δεν γνωρίζουν
κοιτάν και δεξιότερα, βλέπουν τον Άγιο Γιάννη.
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου,
μην είδες τον γιόκα μου και τον Διδάσκαλό σου;
-Βλέπεις εκείνο το γυμνό και παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με Διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον ερωτάει:
-Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;
-Τί να σου πω μανούλα μου, που διάφορο δεν έχω
μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες,
σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ουράνια.
Όποιος το λέει σώνεται κι όποιος τ΄ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

(μαρτυρία από χειρόγραφες σημειώσεις της αείμνηστης Όλγας Αθ. Πασσά 1918-1998)

Τη Μ. Παρασκευή το πρωί ο Επιτάφιος ήταν ανθοστολισμένος για την Αποκαθήλωση. Μετά την Αποκαθήλωση οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν όλη μέρα πένθιμα. Ήταν ημέρα πένθους.
Οι άνδρες δεν δούλευαν, τα παιδιά πήγαιναν στις εκκλησίες ν’ «ανησπάσουν» τον Επιτάφιο και οι νοικοκυρές αφού ετοίμαζαν κάτι πρόχειρο για φαγητό – χωρίς λάδι – προσέτρεχαν στο νεκροταφείο με τον κουβά, τον ασβέστη, τις βούρτσες, τα σφουγγάρια για ν’ ασβεστώσουν και να πλύνουν τους τάφους των γονιών τους και των παππούδων τους. Το νεκροταφείο έμοιαζε με ολάνθιστο κήπο. Άναβαν τα καντήλια, λιβάνιζαν και έκαναν τρισάγιο, για τη συγχώρεση των ψυχών.
Το βράδυ κορυφωνόταν ο θρήνος του Θείου δράματος με τα εγκώμια του Επιταφίου.
Ακολουθούσε η περιφορά του Επιταφίου μέσα από τις γειτονιές του χωριού. Οι πιστοί ακολουθούσαν με αναμμένα κεράκια στο χέρι. Τα σπίτια στη διαδρομή της πομπής είχαν αναμμένα τα φώτα και οι νοικοκυραίοι με το λιβανιστήρι στο χέρι περίμεναν στην αυλόπορτα την έλευση του Επιταφίου. Όταν στη δεκαετία του 1960 άρχισαν να δημιουργούνται και άλλες ενορίες γινόταν συνάντηση Επιταφίων στην πλατεία της Παναγίας.
Επιστρέφοντας στις εκκλησίες οι Επιτάφιοι υψώνονταν στις εισόδους και περνούσαν από κάτω οι πιστοί. Τα λουλούδια που έπαιρναν από τον Επιτάφιο τα έβαζαν σε ποτηράκι με νερό και στόλιζαν το εικονοστάσι.
Το Μ. Σάββατο το πρωί όλη η οικογένεια βρισκόταν στην εκκλησία για «να μεταλάβει» μετά από σαράντα ημέρες νηστείας.
Μετά τη λειτουργία πήγαινε ο χασάπης στα σπίτια για να σφάξει το αρνί ή το κατσίκι (μανάρι) που η οικογένεια είχε εκθρέψει για την ημέρα της Λαμπρής.
Στις έντεκα το βράδυ χτυπούσαν οι καμπάνες για την Ανάσταση. Ξυπνούσαν, γιατί «έπεφταν» νωρίς για ύπνο, ντύνονταν με τα καλά τους ρούχα και πήγαιναν στην εκκλησία. Στις αρχές του 20ου αι., όπως προκύπτει από γραπτή μαρτυρία συντοπίτη μας, «ο λαός των Σπάτων ελάμβανε το Άγιον Φώς από τον πρωθιερέα και εξήρχοντο του Ναού άπαντες: ιερείς, ψάλται και λαός. Ο πρωθιερεύς ανεγίγνωσκε εκ του Ιερού Ευαγγελίου την περικοπήν της Αναστάσεως και κατόπιν οι ιερείς έψαλον μεγαλοφώνως, το «Χριστός Ανέστη» πολλάκις υπό την ομοβροντίαν των βαρελότων.
Κατόπιν παρίσταντο ο πρωθιερεύς με το Ιερόν Ευαγγέλιον εις τας χείρας και οι Ιερείς με τας Αγίας εικόνας του Ναού. Οι κάτοικοι προσήρχοντο για να προσκυνήσουν και έρριπτον τον οβολόν των εις τον δίσκον υπέρ των υπηρετούντων την εκκλησίαν. Οι γέροντες προσκυνηταί ησπάζοντο τους Ιερείς εις το μέτωπον και εισήρχοντο εις την εκκλησίαν δια την Αναστάσιμον Θείαν Λειτουργίαν».
Με το Αναστάσιμο φως στα χέρια επέστρεφαν στα σπίτια τους προσέχοντας να μη σκοντάψουν στους χωμάτινους δρόμους του χωριού. Αντάλλασσαν μεταξύ τους Αναστάσιμες ευχές και χαιρετούρες (στα φιλιά ήσαν φειδωλοί). Με τη φλόγα του κεριού «σταύρωναν» το ανώφλι της εξώπορτας του σπιτιού αλλά και το στάβλο με τα ζώα. Άναβαν το καντήλι στα εικονίσματα και φρόντιζαν να το διατηρήσουν αναμμένο μέχρι της Αναλήψεως. Με το ίδιο φως άναβαν και τα καντηλάκια του κοιμητηρίου.
Στον αναστάσιμο σοφρά (αργότερα τραπέζι) υπήρχαν το Λαμπρόψωμο, τα κόκκινα αυγά, τυρί, ζεστή κοτόσουπα ή μαγειρίτσα, σπιτικό γιαούρτι και φυσικά μπόλικη μεσογείτικη ρετσίνα. Έψαλαν όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη», έκαναν το σταυρό τους, εύχονταν στους νέους «καλή τύχη» και στους γεροντότερους «καλή ψυχή».

Η ημέρα της Λαμπρής

Την ημέρα της Λαμπρής οι νοικοκυρές άναβαν το φούρνο της αυλής και έψηναν το αρνάκι σκέτο ή με πατάτες. Πολύ λίγοι σούβλιζαν αρνί γιατί το έθιμο αυτό δεν ήταν μεσογείτικο αλλά συνήθεια των βλάχων τσοπαναραίων της περιοχής. Δεν ήταν λίγοι κι αυτοί που μαγείρευαν μόνο μια κοτόσουπα ή κότα ψητή με πατάτες στο φούρνο. Μετά το 1960 άρχισαν να σουβλίζουν και να φτιάχνουν κοκορέτσι.
Το πασχαλινό τραπέζι στρωνόταν νωρίς το μεσημέρι και είχε απ’ όλα τα καλά. Κόκκινα αυγά, σπιτικό τυρί και γιαούρτι, κοσόνα, κατσικάκι, αρνάκι ή προβατίνα και κρασί.
Τις υπόλοιπες ημέρες το τραπέζι ήταν λιτό ή και φτωχικό. Γι’ αυτό και ξεχώριζαν οι «καλές ημέρες» και τις περίμεναν με χαρά.
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν ξεχνούσαν όσους ήταν ανήμποροι και φτωχοί. Μόλις ψηνόταν το φαγητό και πριν καθίσουν να φάνε έστελναν αυγά, ψωμί και κρέας σε κάποιο σπίτι που ήξεραν ότι «είχε ανάγκη ή πένθος».
Επισκέψεις σε όσους γιόρταζαν, συνήθως, έκαναν τη Δευτέρα του Πάσχα ή την εβδομάδα της Διακαινησίμου.

Η ακολουθία της Αγάπης

Παλαιότερα γύρω στις 12 το μεσημέρι και αργότερα στις 4 το απόγευμα γινόταν η ακολουθία της Αγάπης. Το ενδιαφέρον αυτής της ακολουθίας ήταν ότι το Ευαγγέλιο διαβαζόταν και στην αρβανίτικη διάλεκτο σε αυτόματη μετάφραση από τα ελληνικά.
Σε ιδιόχειρο σημείωμα του Σταύρου Σπ. Μπέκα (1901 -1995) διαβάζουμε για την ακολουθία της Αγάπης στις αρχές του 20ου αι.: «Το απόγευμα της ίδιας ημέρας με την ίδιαν τάξιν και κατάνυξιν, εγένετο ο εσπερινός της Αγάπης. Εις το τέλος του εσπερινού εγένετο και πάλιν η προσκύνησις του Αγίου Ευαγγελίου και της Αναστάσεως του Χριστού, υπό την ομοβροντίαν και πάλιν των βαρελότων. Κατά την έξοδον εκ της εκκλησίας οι προσκυνηταί ελάμβαναν το δώρον της Αναστάσεως, ένα κόκκινο αυγό, από τον πρωθιερέα Σπυρίδωνα Φράγκου (εκοιμήθη το 1913). Μετά ήρχιζε εις το προαύλιον της εκκλησίας ο χορός με τα εγχώρια όργανα. Εχόρευον αποκλειστικά και μόνον νεάνιδες και νεότεραι γυναίκες με τας παλαιάς ενδυμασίας, φούντια και πεσκούλια και με δεκάδες ασημένια τάληρα προσαρμοσμένα εις την κεφαλήν των νεοϋπανδρεμένων γυναικών».
Ο δημόσιος πασχαλιάτικος χορός φαίνεται να συνεχίστηκε μέχρι τον πόλεμο (1940) οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Η ακολουθία της Αγάπης ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να γνωριστούν οι νέοι και οι νέες του χωριού και για να επιδείξουν τα καινούργια φορέματα και τα χρυσαφικά τους («της πεθεράς») οι νεοαρραβωνιασμένες και νεοπαντρεμένες.
Μετά την ακολουθία έκαναν μια μεγάλη βόλτα στον κεντρικό δρόμο του χωριού μέχρι το γήπεδο ή κάθονταν σε κάποιο καφενείο για να πιούν μια λεμονάδα και να φάνε μια πάστα.
Ο εορτασμός της Ανάστασης του Χριστού συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με την Ανάληψη του Κυρίου.