↓ Επιλέξτε Ενότητα

Νότες μιας άλλης εποχής

Υπήρχε κάποια εποχή που δεν είχε δικό της αυτοκίνητο κάθε οικογένεια. Μία τέτοια ήταν και η δική μου. Η απόφαση για μία μετακίνηση, φυγή, έξοδο ή απόδραση από τους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού ήταν αρκετά δύσκολη. Κυρίως από οικονομική άποψη. Πώς, για παράδειγμα, μπορούσες να καλύψεις το κόστος μετάβασης και επιστροφής της τετραμελούς οικογένειάς μας με ένα μπλε αστικό λεωφορείο που το καλοκαίρι θα σε πήγαινε στην κοντινή παραλία της Λούτσας; Κι ας πούμε ότι κουτσά στραβά τα καταφέρνεις να πληρώσεις αυτό το έξοδο όταν είσαι ένας τσαγκάρης, όπως ο πατέρας μου, και όταν η σύζυγός σου είχε –όπως η πλειοψηφία των μανάδων τότε- ως αποκλειστικό επάγγελμα τα οικιακά. Το επόμενο πράγμα που έπρεπε να σκεφτείς ήταν η ταλαιπωρία. Ναι, η ταλαιπωρία. Κι όλα αυτά για χάρη της ολιγόωρης παραμονής σου πλάι στο υγρό στοιχείο, για τη φυσική άσκηση, τη δροσιά του και την απόλαυση της αλμύρας και του ιωδίου! Α, ναι! Και για να μαυρίσει η επιδερμίδα σου που όλο τον υπόλοιπο χρόνο κρυμμένη κάτω από τα ρούχα ήταν λευκή σαν κουραμπιές πασπαλισμένος με άχνη!

Από τη στιγμή που παιρνόταν η απόφαση οπλιζόμασταν, γονείς και παιδιά, με θάρρος και πηγαίναμε με τα πόδια μέχρι τη λεωφόρο Μεσογείων από όπου θα παίρναμε το λεωφορείο της Λούτσας που είχε στο ‘καρούμπαλο’ πάνω στην οροφή του τον αριθμό 96. Ελάχιστες φορές θυμάμαι να μπήκαμε στο πρώτο λεωφορείο που πέρασε από μπροστά μας. Συνήθως ήταν γεμάτο σε σημείο σαρδελοποίησης των επιβατών. Και ήταν χαρακτηριστικό το σλόγκαν που πιπίλιζαν τότε πολλοί ότι για να πας για μπάνιο στη Λούτσα, έπρεπε πρώτα να γίνεις ‘λούτσα’ στον ιδρώτα μέσα στο λεωφορείο.

Περιμέναμε, λοιπόν, στωικά και ενίοτε με γκρίνιες το επόμενο λεωφορείο που μπορούσε να μας χωρέσει. Μπαίνοντας μέσα στο λεωφορείο αντιμετώπιζες μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ένα μίγμα ζέστης, πετρελαιίλας –από τη μηχανή του λεωφορείου που τότε ήταν στο εσωτερικό του οχήματος πλάι στον οδηγό-, ιδρώτα, ανάσας με τσιγαρίλα, αλλά και φτηνής κολόνιας έφτανε στα ρουθούνια σου. Και παρά την ορθοστασία, το στριμωξίδι και τα σταμάτα ξεκίνα του λεωφορείου στα φανάρια ή στις στάσεις, είχες και τον εισπράκτορα να επαναλαμβάνει εκνευριστικά «Προχωρήστε στο διάδρομο!» Ποιο διάδρομο, Χριστιανέ μου; Ο ένας στον σβέρκο του άλλου είχαμε καθίσει!

Κάποιες φορές η τύχη ευνοούσε ορισμένους και φτάνοντας το λεωφορείο-σαρδελοκούτι στην Αγία Παρασκευή κάποιοι κατέβαιναν, απελευθερωνόταν μία ή περισσότερες θέσεις και βολεύονταν οι πιο γρήγοροι που συνέχιζαν το ταξίδι τους. Πότε-πότε υπήρχαν και κάποιοι καβγάδες με αφορμή τη διεκδίκηση της θέσης. Στο μεταξύ η παιδική αγωνία μεγάλωνε λίγο-λίγο και άρχιζαν οι απανωτές ερωτήσεις στη μητέρα ή τον πατέρα. «Κοντεύουμε; Πότε θα φτάσουμε;» Εύλογα ερωτήματα, αφού από τον συνωστισμό και το μικρό παιδικό ανάστημα δεν μπορούσαμε να δούμε έξω απ΄ τα παράθυρα και να αναγνωρίσουμε ένα σημάδι που θα μας έδινε ελπίδα ότι πλησιάζαμε στη λύτρωση.

Το σκηνικό, όμως, δεν άλλαζε σχεδόν καθόλου μέχρι που φτάναμε πλάι στο κύμα έχοντας διασχίσει την οδό Βασιλέως Παύλου μέσα από τα Σπάτα και έχοντας περάσει πλάι από τους τεράστιους ευκάλυπτους που οριοθετούσαν για αρκετή απόσταση τον ασφαλτοστρωμένο δημόσιο δρόμο.

Ακολουθούσαν δυο τρεις ώρες ανεμελιάς και ξεκούρασης, των γονιών κυρίως. Γιατί εμείς τα παιδιά λυσσάγαμε κυριολεκτικά με τα μπες βγες στη θάλασσα, με τα αλληλοπιτσιλίματα με νερό, με τα σκαψίματα στην άμμο για να βρούμε καμιά αχιβάδα ή στην προσπάθειά μας να στήσουμε έναν εκτός σχεδίου πύργο πάνω ακριβώς στο κύμα, όπως όλα τα παιδιά αυτής της άγουρης ηλικίας.

Όμως όλα τα καλά έχουν κάποτε ένα τέλος. Και μετά το τέλος αρχίζει ο Γολγοθάς της επιστροφής. Στήσιμο σε ατέλειωτες ουρές μαζί με άλλους που επέλεξαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους την ίδια ώρα με εμάς. Χαμός κατά το ανέβασμα στα σκαλοπάτια του λεωφορείου. Πανικός κατά τη διαδικασία κατάληψης των μετρημένων θέσεων. Και απόγνωση μέχρι την επιστροφή. Η λύτρωση τελικά ερχόταν μόλις το λεωφορείο σταματούσε στην 3 η στάση Χολαργού για την αποβίβασή μας. Κατεβαίναμε, τεντωνόμασταν για να ισιώσουν τα κόκαλά μας και κατηφορίζαμε προς το σπίτι μας. Αρκετές φορές ο εκνευρισμός του πατέρα από την ταλαιπωρία που είχαμε ζήσει οικογενειακώς ήταν τέτοιος που δήλωνε κατηγορηματικά ότι δεν θα πηγαίναμε ποτέ ξανά στη θάλασσα. Κι όμως, ποτέ δεν έμεινε αμετακίνητος σε αυτή τη θέση του. Κάναμε ταχτικά κάθε καλοκαίρι το ίδιο σφάλμα. Για τη γαλανή ματιά και την δροσερή αγκαλιά της Λούτσας!

Αποστολέας: Ανδρέας Σοκοδήμος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Fill out this field

*