Χειροτεχνήματα

Η συμβολή της γυναίκας των αρχών του 20ου αιώνα στην οικογένεια ήταν αποφασιστική και καθοριστική.
Είναι υπεύθυνη για την ομαλή λειτουργία του σπιτιού και προσπαθεί να καλύψει αποτελεσματικά κάθε ανάγκη που παρουσιάζεται στην οικογένεια.
Μαγειρεύει, πλένει, σιδερώνει, ράβει, μπαλώνει, είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη και την πρόοδο των παιδιών και φροντίζει τους γέροντες γονείς.
Συμμετέχει στον τρύγο, στο λιομάζωμα, στο θέρος στις αγροτικές και κηπευτικές δουλειές.
Ο ρόλος της γυναίκας στο χώρο της Λαογραφίας είναι ποικιλοτρόπως καθοριστικός αφού εκείνη καλείται σε κάθε τομέα της να συμμετέχει, να παράγει και να αναπαράγει, να δημιουργεί εκπληκτικά αντικείμενα τέχνης και πολιτισμού, να διασώζει ό,τι πολύτιμο και χρήσιμο υπάρχει.
Κεντάει, πλέκει, γνέθει, υφαίνει, ράβει δημιουργήματα τέχνης με αγάπη, με υπομονή, με φαντασία με σεβασμό στην παράδοση.
Τα χειροτεχνήματα δίνουν στον ερευνητή της Λαογραφίας πλούσιο υλικό για έρευνα και μελέτη γιατί πίσω απ’ αυτά διακρίνουμε στοιχεία ηθικής τάξης της κοινωνίας, τοπικά χαρακτηριστικά και συνήθειες, κοινωνική θέση, οικονομική κατάσταση αλλά κυρίως αγάπη και «μεράκι» για κάθε δημιουργία.

ΥΦΑΝΤΙΚΗ

Ο αργαλειός δεν είναι εφεύρεση των νεότερων χρόνων. Ήταν γνωστός από την εποχή του Ομήρου – 2700 π.Χ. – και μνημονεύεται συχνά τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια.
Ο αργαλειός ήταν αναπόσπαστο στοιχείο του Σπαταναίικου σπιτιού. Τον τοποθετούσαν κοντά σε παράθυρο αφ’ ενός για να υπάρχει άπλετο φως στο χώρο, αφ’ ετέρου για να βλέπει η υφάντρα έξω στο δρόμο και να σπάει τη μοναξιά της με λίγη κουβεντούλα.
Ήταν γενικός κανόνας ότι η γυναίκα – νοικοκυρά έπρεπε να ξέρει να κατεργάζεται τις πρώτες ύλες και να υφαίνει τις κουβέρτες, τις κουρτίνες, τα σεντόνια, τα χαλιά του σπιτιού αλλά και τα ρούχα των μελών της οικογένειας.

Προετοιμασία μαλλιού

Έπαιρναν το μαλλί από τους τσοπαναραίους, όταν κούρευαν τα πρόβατα, το ζεματούσαν σε καζάνι με βραστό νερό, το έπλεναν πολύ καλά και το στέγνωναν. Κατόπιν το «έξαναν» (άνοιγαν) με το χέρι να ξεκομπιάσει και να αφρατέψει και το έβαζαν στο «λανάρι» (στα χτένια) για να το χτενίσουν και να φτιάξουν τις «κούκλες» (μακρόστενες μπάλες από μαλλί).
Το «λανάρι» ήταν δύο πλάκες με συρμάτινα δόντια.
Μετά τον πόλεμο η διαδικασία αυτή γινόταν με ηλεκτρική μηχανή. Τέτοια μηχανή στα Σπάτα είχε η Σύρμω.
Τις κούκλες αυτές τις έβαζαν στις «ρόκες» ή «φούρκες» (μακρύ ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος) και τις έγνεθαν με το «αδράχτι» (λεπτό μακρόστενο ξύλο) και το «σφοντίλι» (ξύλινος κώνος στο κάτω μέρος του αδραχτιού για βάρος) και έφτιαχναν κλωστή χοντρή για τα χράμια, μέτρια για τις τσέργες, τα καραμελωτά και τα μπαστά και ψιλή για τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες.
Έβγαζαν την κλωστή από τ’ αδράχτι έτοιμη σε κουβάρια και στην ανέμη τύλιγαν τις «βάντες» έτοιμες για βαφή. Η βαφή γινόταν σε μεγάλα καζάνια με καυτό νερό και διάφορα χρώματα.
Τα χρώματα τα αγόραζαν από το γυρολόγο τον μπάρμπα Νικόλα και αργότερα από τον Κυρ-Πέτρο (τον «αυγουλά» που αντάλλασσε χρώματα με αυγά). Έφτιαχνε και μόνη της η νοικοκυρά χρώμα όπως το κίτρινο του ηλιοτρόπιου που το ονόμαζαν «λιοτρόπι» με το νερό από το ζεμάτισμα του μαλλιού την «άλκα».

Η διαδικασία της ύφανσης αρχίζει…

Έπαιρναν το μαλλί από τους τσοπαναραίους, όταν κούρευαν τα πρόβατα, το ζεματούσαν σε καζάνι με βραστό νερό, το έπλεναν πολύ καλά και το στέγνωναν. Κατόπιν το «έξαναν» (άνοιγαν) με το χέρι να ξεκομπιάσει και να αφρατέψει και το έβαζαν στο «λανάρι» (στα χτένια) για να το χτενίσουν και να φτιάξουν τις «κούκλες» (μακρόστενες μπάλες από μαλλί).
Το «λανάρι» ήταν δύο πλάκες με συρμάτινα δόντια.
Μετά τον πόλεμο η διαδικασία αυτή γινόταν με ηλεκτρική μηχανή. Τέτοια μηχανή στα Σπάτα είχε η Σύρμω.
Τις κούκλες αυτές τις έβαζαν στις «ρόκες» ή «φούρκες» (μακρύ ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος) και τις έγνεθαν με το «αδράχτι» (λεπτό μακρόστενο ξύλο) και το «σφοντίλι» (ξύλινος κώνος στο κάτω μέρος του αδραχτιού για βάρος) και έφτιαχναν κλωστή χοντρή για τα χράμια, μέτρια για τις τσέργες, τα καραμελωτά και τα μπαστά και ψιλή για τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες.
Έβγαζαν την κλωστή από τ’ αδράχτι έτοιμη σε κουβάρια και στην ανέμη τύλιγαν τις «βάντες» έτοιμες για βαφή. Η βαφή γινόταν σε μεγάλα καζάνια με καυτό νερό και διάφορα χρώματα.
Τα χρώματα τα αγόραζαν από το γυρολόγο τον μπάρμπα Νικόλα και αργότερα από τον Κυρ-Πέτρο (τον «αυγουλά» που αντάλλασσε χρώματα με αυγά). Έφτιαχνε και μόνη της η νοικοκυρά χρώμα όπως το κίτρινο του ηλιοτρόπιου που το ονόμαζαν «λιοτρόπι» με το νερό από το ζεμάτισμα του μαλλιού την «άλκα».

Ένα υφαντό γεννιέται….

Η υφάντρα καθόταν μπροστά στον αργαλειό και ύφαινε με τη σαΐτα που ήταν περασμένο το μασούρι. Πάταγε τα ποδαρικά εναλλάξ για να διασταυρώνονται οι κλωστές και κτυπούσε δυνατά με το χτένι για να γίνει κρουστό το υφαντό.
Στερέωνε το πλάτος του υφαντού με τη «σίγκλα» (σιδερένιο μέτρο) για να φτιάξει ίσια ούγια. Επειδή το φάρδος του υφαντού ήταν μικρό έραβαν 3 ή 4 ή 5 κομμάτια για κουβέρτες – σεντόνια – χαλιά. Άλλο είδος υφαντού ήταν οι «κουρελούδες» όπου έφτιαχναν το υφάδι από υφάσματα που περίσσευαν. Τα έκοβαν στενές λωρίδες, τα τύλιγαν στα μασούρια και τα ύφαιναν.
Επαγγελματίες υφάντρες στα Σπάτα ήταν η Μαρία Μάρκου (Μπινιάρη), Σταμάτω Μπάτρη, Γεώργα (Λίγδαινα), Δήμητρα Αποσπόρη (Τσίγκραινα), Μαρία Μπίμπιζα (Μαλιόκαινα), Μανώλαινα Τούντα, Κατερίνα Στεργίου, Νώνταινα Kώστα.

«Έχει έρθει ο ντριστιλιάρης στου Νικογκινοσάτη να έρθουτε να πάρουτε τα ρούχα»

Τα χράμια μετά την ύφανση τα έστελναν στην νεροτριβή («ντριστίλια») να περάσουν μέσα από το νερό που γύριζε ώστε να «πετάξουν» πέλος.
Νεροτριβές υπήρχαν στην Λειβαδιά.
Τη μεταφορά προς και από τη νεροτριβή αναλάμβαναν «οι ντριστιλιάρηδες». Ο ντελάλης ειδοποιούσε τους κατοίκους να τα πάνε ή να πάρουν τα υφαντά τους. Για να μη μπερδεύονταν ή χάνονταν τα χράμια κάθε υφάντρα έβαζε το μονόγραμμά της σε μία άκρη.
Σπίτια όπου συγκεντρώνονταν τα χράμια ήταν του Νίκου Γκινοσάτη, του Στάθη Αποσπόρη και του Βασίλη Γκίκα.

Η υφάντρα στον αργαλειό της δημιουργούσε αριστουργήματα απαράμιλλης και μοναδικής λαϊκής τέχνης όπως:

• Χράμια χοντρά με ρίγες ή με κεφάλια – ρίγες στα δύο άκρα ή μονόχρωμα.

• Μεσοσέντονα μάλλινα ή βαμβακερά.

• Καραμελωτά (ύφανση που σχημάτιζε μικρά τετραγωνάκια σαν καραμέλες).

• Μπαστά μονόχρωμα με κέντημα στις δύο άκρες.

• Πάντες διακοσμητικές.

• Τσέργες ριγέ ή μονόχρωμες με κεφάλια.

• Κουρελούδες πολύχρωμες.

• Πεσκίρια (βαμβακερά προσόψια – πετσέτες για κάθε χρήση).

• Τραπεζομάντηλα με πετσέτες.

• Μεσάλες (πετσέτες για τις πινακωτές).

• Κατσούλες για τους άντρες.

• Ταγάρια για τη δουλειά.

• Σακιά – σακολέβες για τα στάρια.

• Εσώρουχα για τα μέλη της οικογένειας.

• Πληχούρα για να κεντήσουν την νυφική φορεσιά.

• Δίμιτο για ανδρικά παντελόνια και σακάκια.

Εικόνες από Υφαντά

βαμβακερό κάλυμμα

σεντόνι

μαξιλάρι

μάλλινο καραμελωτό

βαμβακερό καραμελωτό

μάλλινο μεσοσέντονο με φεστόνι

μάλλινο μεσοσέντονο

μάλλινο ταγάρι

μεσάλα

μπαστό

χειροποίητο εσώρουχο

βαμβακερό καραμελωτό

μάλλινο μεσοσέντονο

μάλλινο ταγάρι

προσόψιο

«ΧΕΙΡΩΝ ΕΡΓΑ»

Το κέντημα

Τα κεντήματα φτιάχνονταν για το στολισμό του σπιτιού και για «προίκα» στα ανύπανδρα κορίτσια.
Ταξινομούνται στα:

Κοφτά ή Λευκά

Τύπωναν το σχέδιο πάνω σε βαμβακερό λευκό ύφασμα (συνήθως χασέ) και το κεντούσαν με βελονιά κουμπότρυπα.
Τα λευκά κεντήματα, που προορίζονταν για την προίκα, τα κεντούσαν με βελονιές φιλτιρέ, αζούρ, ανεβατό, κοφτό, απλικέ και άλλα. Κεντούσαν το μονόγραμμα του γαμπρού ή της νύφης στα μαντηλάκια χειρός, έβαζαν δαντέλα και τα έδιναν δώρο στους συμπεθέρους στο γάμο ή τον αρραβώνα.
Τα νυχτικά όπως και τα εσώρουχα της νύφης ήταν κεντημένα.

 

Σταυροβελονιά

Την κεντούσαν με πολύχρωμες κλωστές DMC σε λεπτό ύφασμα (εταμίν ή μαρκιζέτα).

 

Χρωματιστά

Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν υφαντά, μεταξωτά μαροκαίν, βαμβακερά και με βελονιές ανεβατό, ρίζα, βυζαντινή, γαζωτή, ριχτή, κομπάκι ή σκουληκάκι και πουά – ντομπρ.
Χρησιμοποιούσαν κλωστές DMC, μουλινέ ματσάκια, κουβαράκια ΚΑΜΠΑΝΑ, μπαμπακάκια σε άσπρο χρώμα και φλος. Η παραδοσιακή φορεσιά κεντιόταν σε υφαντό ύφασμα (πληχούρα) με μεταξωτές και χρυσές κλωστές.
Γυναίκες που ασκούσαν επαγγελματικά την κεντητική τέχνη στη μηχανή ήταν οι: Μηλιά Δήμα – Τσαντήλα, η Ελένη Βλαστάρη και η Σοφία Αποσπόρη.

Το πλέξιμο

Συνήθως έπλεκαν οι πιο μεγάλες γυναίκες του σπιτιού είδη διακόσμησης ή χρηστικά.
Με το βελονάκι: έπλεκαν κουβέρτες βαμβακερές για το νυφικό κρεβάτι, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες, καρέδες, σεμέν, πετσετάκια, δαντέλες, ατραντέδες.
Χρησιμοποιούσαν βαμβακερά κουβαράκια ή κούκλες σε μπέζ ή άσπρο χρώμα.
Για το χειμώνα έπλεκαν με μάλλινες πολύχρωμες κούκλες κουβέρτες, ζακέτες, πουλόβερ, σκουφιά, μεσοφόρια, κάλτσες, κασκόλ.
Με τις βελόνες: έπλεκαν ζακέτες, πουλόβερ, γιλέκα, γάντια, με επεξεργασμένο και βαμμένο από τις ίδιες μαλλί, που έπαιρναν από τους τσοπάνηδες όταν κούρευαν τα πρόβατα – αν δεν είχαν δικά τους πρόβατα.
Αργότερα έπαιρναν έτοιμο μαλλί – «κοτσίδα» και «προβατάκι» το έλεγαν – το έγνεθαν στη ρόκα χοντρό ή ψιλό ανάλογα τη χρήση του.
Με τη βελόνα του ραψίματος: έπλεκαν δισκόπανα, καρέ, δαντέλες.

Το κοπανέλλι

Το κοπανέλι είναι φίνα δαντέλα και η κατασκευή του δείγμα μεγάλης αξιοσύνης της γυναίκας.
Η αγορά του ήταν δείγμα οικονομικής ευχέρειας επειδή πουλιόταν πολύ ακριβά.
Πλεκόταν πάνω σ’ ένα σκληρό στρογγυλό μαξιλάρι, «το κουσούνι», γεμισμένο με άχυρο και επενδεδυμένο με χαρτόνι. Στο χαρτόνι στερεωνόταν το σχέδιο του κεντήματος. Στα μικρά μακρόστενα ξυλάκια – «τα κοπανέλια» – τυλιγόταν η κλωστή η οποία ήταν πάρα πολύ ψιλή λευκή ή εκρού.
Τα κοπανέλια τα στερέωναν με καρφίτσες πάνω στο σχέδιο και έπλεκαν σύμφωνα με αυτό.
Οι κάθετες κλωστές (7 ή 8 ζεύγη) χρησίμευαν σαν στιμόνι.
Τα δύο πλαϊνά ζεύγη ένθεν και ένθεν χρησίμευαν σαν υφάδι.
Στη Κερατέα και στο Κορωπί υπήρχαν σχολές χειροτεχνίας που μάθαιναν νεαρά κορίτσια την σπάνια αυτή τεχνική.
Στα Σπάτα οι αδελφές Λόη (Ελένη Χελιώτη και Δήμητρα Μάρκου) έφεραν την τέχνη τους το 1924.
Η θαυμάσια αυτή τεχνική «της δαντέλας» με κοπανέλι δυστυχώς στην πόλη μας έχει εκλείψει.

Το ράψιμο

Γυναίκα που δεν ήξερε να ράβει δεν ήταν νοικοκυρά. Με τη βοήθεια των μηχανών SINGER είτε χειροκίνητες (1910) είτε αργότερα ποδοκίνητες (1925) έραβαν τα ρούχα των μελών της οικογένειες ή τα μπάλωναν.
Τα νεαρά κορίτσια μάθαιναν την τέχνη του ραψίματος κοντά σε έμπειρες επαγγελματίες του χωριού όπως η Δημητρούλα Γκινοσάτη, η Αντωνία Αντριώτη, Γεωργία και Ελένη Μπέλλου, Ευαγγελία Σαρίκα, Ελένη Βλαστάρη, Αγγελική Καμπουρίδη, Μαρία του Νάλλιου.

 

Τα Έργα των Χειρών της Σπαταναίας νοικοκυράς με την πάροδο των χρόνων δεν ξεχάστηκαν σε κάποιο μπαούλο ούτε πετάχτηκαν στο καλάθι της λησμονιάς.
Τα «προικιά» των προγόνων μας τα προικοδοτούμε στα δικά μας παιδιά με την ευχή να τα δώσουν στα παιδιά τους, για να συνεχιστεί έτσι η λαϊκή μας κληρονομιά.
Η κληρονομιά του γνήσιου, του αυθεντικού και του μοναδικού σε συνδυασμό με την αγάπη και το «μεράκι» του δημιουργού.

Ο Πολιτιστικός-Φιλολογικός Σύλλογος Σπάτων «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ» συμμετείχε στη 2η Συνάντηση Τοπικών Ερευνητών Μεσογείων, που οργανώθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού στις 12 Σεπτεμβρίου 2021 στο Κορωπί, με θέμα:

«Τα μοτίβα στα παλαιά κεντήματα των Σπάτων. Πιθανοί συμβολισμοί»

Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της τελευταίας έρευνας-καταγραφής της υλικής κληρονομιάς των Σπάτων, όπου ο Σύλλογος ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ, ερεύνησε και κατέγραψε κεντήματα από παλαιές προίκες  των γυναικών των Σπάτων προκειμένου να καταχωρηθούν στο βιβλίο- λεύκωμα με τίτλο: ‘‘Της χειρός’’, που ήδη κυκλοφορεί.

Από την πρώτη στιγμή της αναζήτησης παλαιών κεντημάτων, βρεθήκαμε μπροστά σε μια πληθώρα χειροποίητων εργοχείρων διαφορετικής αισθητικής και χρήσης που χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου έως τα μέσα του 20ου αι.

Σε κάθε κέντημα αποτυπώνεται η αντίληψη της κεντήστρας για τον κόσμο που την περιβάλλει και με τη φαντασία της την μεταφέρει κεντώντας την στο πανί. Έτσι το κάθε έργο έχει τη δική του ιστορία, τέχνη και τεχνική και η δημιουργός του γίνεται, χωρίς να το γνωρίζει, πληροφορητής και σημειογράφος της εποχής της καθώς και της κοινωνίας  μέσα στην οποία το δημιούργησε.

Οι κλωστές, τα υφάσματα, οι τεχνικές και τα κεντητικά μοτίβα μαρτυρούν τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής, τα αισθητικά πρότυπα, τα καλλιτεχνικά ρεύματα αλλά και τις πολιτισμικές επιρροές που έχουν δεχθεί κατά την περίοδο που δημιουργήθηκαν.

Με μια πρώτη ματιά, ως παρατηρητές χωρίς εξειδικευμένες λαογραφικές γνώσεις, αντιμετωπίσαμε τα διάφορα σχέδια των κεντημάτων σαν απλά διακοσμητικά μοτίβα. Μια πιό προσεκτική όμως προσέγγιση και αναζήτηση μας οδήγησε στην ανάγκη αποκωδικοποίησης των κεντητικών μοτίβων, όπου και όσο αυτό ήταν δυνατόν.

Είναι γεγονός  πως επιχειρήθηκε από μέρους μας, με επανειλημμένες ερωτήσεις στους σημερινούς κατόχους τους, να μάθουμε αν γνώριζαν, τί μπορεί να σημαίνουν τα κεντητικά μοτίβα και για ποιό λόγο τα επέλεξε η κεντήστρα που τα επιμελήθηκε, ή ακόμα αν είχαν ακούσει κάτι από αυτούς που τους τα κληροδότησαν, αφού σήμερα οι ίδιοι δεν βρίσκονται στη ζωή, ωστόσο δεν πήραμε σαφείς απαντήσεις.

Τα σχέδια είναι πιθανόν να τα έβρισκαν τυπωμένα στο εμπόριο και να επαναλαμβάνονταν από γενιά σε γενιά από συνήθεια ή αλλιώς κατά την προσφιλή έκφραση των Μεσογειτών επειδή ‘‘έτσι τα βρήκαν’’, γεγονός που και στις δύο περιπτώσεις παραπέμπει στη συνέχεια της παράδοσης.

Είναι άραγε όμως τυχαία η απεικόνιση των μοτίβων ή μήπως κρύβουν κάποιο συμβολικό υπόβαθρο; Μήπως θέλουν κάτι να πουν;

Με αφετηρία την παραδοχή ότι τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογέννεση προσπαθήσαμε να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε το πώς και το γιατί.

Είναι γεγονός πως η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, δεδομένης της ιστορίας και των κατακτητών που πέρασαν από εδώ, είχε σαν αποτέλεσμα η λαϊκή τέχνη και συγκεκριμένα η κεντητική, να δεχτεί επιρροές και από την Ανατολή και από τη Δύση, καθώς και από το Βυζάντιο και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό με αποτέλεσμα τα μοτίβα στα κεντήματα, που ανταλλάσσονταν ανάμεσα στους πολιτισμούς, τις χώρες και τα χωριά, αφενός μεν να διατηρούν την αρχική τους μορφή, αφετέρου δε, με το πέρασμα του χρόνου, να προστίθενται νέα στοιχεία, να απλοποιούνται τα ήδη υπάρχοντα και γενικά να μεταβάλλονται μορφολογικά και σημειολογικά ανάλογα με τις χρονικές περιόδους και τις παραδόσεις κάθε τόπου.

Είναι όμως πιθανόν να χρησιμοποιούνται και με συμβολική σημασία για να δηλώσουν κάτι, όπως ηλικία, κοινωνική θέση, να ξορκίσουν το κακό κ.ά.

Τα κεντήματα με βάση τα μοτίβα τους χωρίζονται σε:

Α.  αφηγηματικά, δηλαδή διηγούνται μια ιστορία
Β.  συμβολικά, δηλαδή υπονοούν κάτι
Γ.  απλά διακοσμητικά

Στην παρούσα στιγμή θα αναφερθούμε στα μοτίβα που καταγράφηκαν στα γραφτά, χρωματιστά και μετρητά κεντήματα επειδή πιστεύουμε ότι παρουσιάζουν και το μεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα υπολείπονται.

Εσκεμμένα δεν θα ασχοληθούμε με τα κεντητικά μοτίβα της παραδοσιακής μεσογείτικης φορεσιάς, κρίνοντας πως αυτά αποτελούν ένα τεράστιο θέμα, με το οποίο έχουν αναλυτικά ασχοληθεί τοπικοί ερευνητές με εγγυρότητα, όπως η Μαρία Μιχαήλ-Δέδε αλλά και άλλοι έγγριτοι λαογράφοι-ερευνητές σε δημοσιευμένες εργασίες τους.

Στα κεντήματα των Σπάτων συναντήσαμε μοτίβα όλων των περιπτώσεων. Προσπαθήσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε βαδίζοντας στα χνάρια των ερευνητών-λαογράφων που έχουν αποκωδικοποιήσει πολλά απ’ αυτά.

Ας τα δούμε αναλυτικά προσπαθώντας να τα εξηγήσουμε.

Είναι γνωστό ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έχει δώσει πληθώρα διακοσμητικών μοτίβων στην κεντητική όπως ανθέμια, μαιάνδρους, σπείρες κ.ά.

Μάλιστα μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την οδυνηρή ήττα της Ελλάδας γίνεται επίμονη, σαν τάση, η αναζήτηση της ελληνικότητας στα σχέδια των εργοχείρων  σε μια περίοδο γενικότερης έξαρσης του εθνικιστικού πνεύματος και σε μια προσπάθεια αναπτέρωσης του χαμένου ηθικού των Ελλήνων.

Ένα από αυτά τα μοτίβα που συναντήσαμε  στην έρευνά μας είναι το ανθέμιο που παριστάνει το φύλλο του φοινικόδεντρου. Εδώ το βλέπουμε κεντημένο σε ένα μαξιλαράκι  του τέλους του 19ου αι.

Σαν διακοσμητικό στοιχείο μιμείται τα ακροκέραμα που κοσμούσαν τα γείσα ναών και κτηρίων της αρχαιότητας και συμβολίζει τον πλούτο και την ευμάρεια.

Το συγκεκριμένο μοτίβο, μάλιστα, αποτελεί και το λογότυπο του Συλλόγου μας.

Ένα άλλο μοτίβο που συναντήσαμε είναι ο μαίανδρος που αποτελεί το αρχαιότερο ελληνικό σύμβολο νίκης και ενότητας σε μια αέναη πορεία μέσα στον κόσμο. Συμβολίζει τον ατέρμονα κύκλο της ζωής. Πιστεύεται δε ότι περιγράφει τις πολυάριθμες στροφές του ποταμού Μαιάνδρου της Μ. Ασίας.

Σ’ αυτόν το γεωμετρικό αμφορέα του 2ου τετάρτου του 8ου αι. βλέπουμε τους μαίανδρους και την αντιγραφή του σχεδίου σε κέντημα εταμίν των πρώτων δεκαετιών του 20ου αι.

Η σπείρα, που την βλέπουμε σ’ αυτό το ψηφιδωτό της οικίας του Διονύσου στο Δίον, συνδυάζει το σχήμα του κύκλου και την κίνησή του και συμβολίζει τον χρόνο. Η ατελείωτη γραμμή της σπείρας συμβολίζει τη συνέχεια ή την ίδια τη ζωή.

Η κεντήστρα μας την έχει κεντήσει σ’ αυτήν την υφαντή πετσέτα του αργαλειού για τον καθρέπτη ΚΑΛΗΜΕΡΑ.

Καταγράφηκαν  μοτίβα με θρησκευτικό θέμα που φανερώνουν πίστη στον Θεό, όπως:

Ο Σταυρός και οι εικόνες Αγίων που επικαλούνται τη στήριξη του Θεού ή του Αγίου που εικονίζεται και τιμώνται σαν εικονίσματα μέσα στο σπίτι.

Καταγράφηκαν μοτίβα διακοσμητικά με πολύχρωμα λουλούδια

Κάθε μοτίβο δεν είναι απαραίτητο να κρύβει οπωσδήποτε κάποιον συμβολισμό. Στα φυτικά όμως μοτίβα που ακολουθούν είναι φανερός ο θαυμασμός απέναντι στη φύση και στη βλάστηση. Η γυναίκα-κεντήστρα μεταφέρει στο ύφασμα τα αγαπημένα λουλούδια της αυλής της.

Η καθημερινή επαφή της με τη φύση δικαιολογεί απόλυτα αυτή την προτίμησή της γιατί εκείνη είναι που τα περιποιείται, τα φροντίζει, τα καμαρώνει που μεγαλώνουν και με αυτά στολίζει το σπίτι της.

Ένα σύνηθες κεντητικό ανθικό μοτίβο στα κεντήματα των Σπάτων είναι το γαρύφαλλο, που θεωρείται το απόλυτο σύμβολο της γυναικείας γονιμότητας γι αυτό συναντάται κεντημένο σε προικιά και στον τζάκο της νυφικής μεσογείτικης φορεσιάς. Εδώ το βλέπουμε σχηματοποιημένο, κεντημένο με μεταξωτές κλωστές σε μεταξωτό ύφασμα μαροκέν.

Ένα καλάθι με πολύχρωμα λουλούδια, πέρα από τη χαρούμενη διάθεση που αποπνέει, συμβολίζει και την αφθονία των αγαθών.

το ρόδι χάρη στους πολυάριθμους καρπούς του αποτελεί επίσης σύμβολο γονιμότητας, ενώ το κόκκινο χρώμα του χυμού του παραπέμπει στο αίμα και συμβολίζει την ίδια τη ζωή.

Το ανθοφόρο αγγείο ή η γλάστρα με τα λουλούδια, παραπέμπουν στο δέντρο της ζωής. Το δέντρο της ζωής σαν μοτίβο συναντάται στην τέχνη της Μεσοποταμίας, στην εικονογραφία του κρητομυκηναΐκού κόσμου, στα αγγεία της αρχαΐκής περιόδου, ενώ αποτελεί βασικό θέμα στα μεταβυζαντινά κεντήματα. Αποδίδεται κεντητικά σαν δέντρο με τις ρίζες του στη γη και τα κλαδιά του υψωμένα προς τον ουρανό.

Στην ελληνική κεντητική παράδοση έχει τη μορφή ανθοφόρου αγγείου όπου από μέσα του ξεπετάγονται ολάνθιστοι μίσχοι. Συνδέεται με την άνθιση, την καρποφορία και τη γονιμότητα. Αν μάλιστα στα κλαδιά του ή στο πλάι του εικονίζονται να πετούν χαρούμενα πουλιά, που θεωρούνται καλοί οιωνοί και συμβολίζουν το ζευγάρι, τότε ολόκληρο το μοτίβο συμβολίζει την αφοσίωση στον γάμο και υπόσχεται ευγονία.

Στις δύο πάντες, που καταγράφηκαν πιό πάνω, έχουν αποτυπωθεί τα όνειρα και οι ελπίδες των κεντηστριών για την έγγαμη ζωή τους.

Η γλάστρα με τα λουλούδια ίσως να αποτελεί μια απλουστευμένη μορφή του δέντρου της ζωής. Το στρογγυλό  ζικζάκ περίγραμμα, σ’ αυτό το μαξιλάρι των αρχών του 20ου αι., λέγεται πως συμβολίζει τα πάνω και τα κάτω της ζωής.

Καταγράφηκαν μοτίβα σύμβολα δύναμης όπως:

το λιοντάρι που θεωρείται σύμβολο εξουσίας, ευγένειας και θάρρους. Εδώ το βλέπετε κεντημένο σε πάντα των αρχών του 20ου αι.

Το άλογο, ένα συνηθέστατο μοτίβο που συναντάται κεντημένο επίσης σε πάντες στα περισσότερα σπίτια των Σπάτων αλλά και των άλλων χωριών των Μεσογείων. Το άλογο συνέβαλε στην οικονομική δύναμη του σπιτιού και αποτελούσε για κάθε οικογένεια το καμάρι της, τον φίλο, τον σύντροφο και τον βοηθό στις αγροτικές εργασίες.

Καταγράφηκαν μοτίβα με αντιμέτωπα ζώα ή πουλιά. Η απεικόνιση αντιμέτωπων ζώων ή πουλιών σε κεντήματα και υφαντά συναντάται σε πολλούς πολιτισμούς.

Σ΄αυτό το διακοσμητικό μαξιλάρι των αρχών του 20 ου αι. συναντήσαμε τους:

Γρύπες  που ήταν μυθικά όντα με σώμα λιονταριού, φτερά αετού και ουρά φιδιού. Συνδύαζαν τα εμβληματικότερα ζώα της φύσης και θεωρούνταν ταιριαστοί συνοδοί θεών και βασιλέων. Θα θυμάστε τους γρύπες στην αίθουσα του θρόνου στα ανάκτορα της Κνωσού.

Το μοτίβο των αντιμέτωπων παγωνιών χρονολογείται από την υστεροβυζαντινή περίοδο (1261-1453). Συναντάται και στην εκκλησιαστική παράδοσή μας και συμβολίζει την αθανασία της ψυχής. Εδώ το κουκουνάρι που απεικονίζεται στο κέντρο του μοτίβου και μοιάζει να φρουρείται από τα δύο παγώνια, πιθανότατα κατέχει τη θέση του δέντρου της ζωής. Το κουκουνάρι είναι ακόμα κλειστό και σαν καρπός προέρχεται από ένα αειθαλές δέντρο. Τα αειθαλή δέντρα συμβολίζουν την αιώνια ζωή και την αθανασία, ενώ τα φυλλοβόλα συμβολίζουν τη φύση σε σταθερή ανανέωση και αναγέννηση.

Καταγράφηκαν μοτίβα προσωπογραφιών όπως, κατά δήλωση της σημερινής κατόχου, αυτό με τη βασίλισσα.

Σ΄αυτό το μαξιλάρι των αρχών του 20ού αι. πιθανολογείται πως εικονίζεται η βασίλισσα  Όλγα της Ελλάδας. Η Όλγα ήταν η τελευταία απόγονος της δυναστείας των Ρομανώφ και η κεντήστρα την έχει κεντήσει στο κέντρο του ρώσικου εθνόσημου(δικέφαλος αετός) να κρατά τα αυτοκρατορικά διάσημα, το σκήπτρο και τη σφαίρα. Δύο σύμβολα με βυζαντινή προέλευση, που υιοθετήθηκαν και από τη ρωσική αυτοκρατορία. Το σκήπτρο φανέρωνε τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία ενώ η σφαίρα την κοσμοκρατορία. Οι δύο κορώνες στα κεφάλια του αετού συμβόλιζαν την ισότητα της κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας.

Σε αυτό το μοτίβο με μια πρώτη ματιά βλέπει κανείς ένα νεαρό αγόρι με τον σκύλο του. Μια δεύτερη ανάγνωση σε συνδυασμό και με τη χρονολόγηση του κεντήματος (αρχές 20ου αι.) οδηγεί στην πιθανότητα να πρόκειται για πρόσκοπο ανιχνευτή. Ίσως να κεντήθηκε σαν αναμνηστικό επ΄ευκαιρία της ίδρυσης της πρώτης ομάδας προσκόπων στην Ελλάδα το 1910. Ακόμα και τα λουλούδια στο επάνω μέρος του κεντήματος παραπέμπουν στο άνθος του κρίνου (fleur de lis) ή ίριδα, που αποτελεί το σήμα του οδηγισμού από την ίδρυσή του έως και σήμερα.

Τέλος καταγράφηκαν εραλδικά μοτίβα:

μορφές και σύμβολα που παραπέμπουν σε διακριτικά των ιπποτών της Δύσης από την εποχή του Μεσαίωνα. Οι ιππότες, όταν έμπαιναν στους στίβους των αγώνων, προκειμένου να κάνουν γνωστά τα ονόματα και την καταγωγή τους, χρησιμοποιούσαν διακριτικά εμπνευσμένα από το ζωικό, το φυτικό βασίλειο και τη μυθολογία. Τα διακριτικά αυτά, συνήθως, αναπαριστούσαν μυθικούς δράκοντες τεραστίου μεγέθους, σαυροειδούς τύπου, με οστέινες προεξοχές στο σώμα με μυτερά αυτιά και δόντια που ξερνούν φωτιά από το στόμα ή μυθικά πουλιά κ.ά.

Αργότερα τα σύμβολα αυτά χρησιμοποιήθηκαν σε θυρεούς, εθνόσημα, σημαίες διαφόρων κρατών και πολλά από αυτά θεωρούνται σύμβολα τιμής και θάρρους.

Η εραλδική αποτελεί βοηθητικό κλάδο της ιστορίας και μελετά την εξέλιξη όλων αυτών των συμβόλων.

Τα μοτίβα στα κεντήματα είναι βέβαιο πως αποτελούν σιωπηλούς μάρτυρες μιας άλλης εποχής. Θέλετε να το πείτε αισθητική αντίληψη της κεντήστρας, συνήθεια, επιρροές, κρυμμένους συμβολισμούς;

Για εμάς ήταν ένα υπέροχο ταξίδι έρευνας και αναζήτησης.

Εικόνες από «Χειρών Έργα»