Ο ΤΡΥΓΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος». Ένας σοφός λαϊκός συσχετισμός που υποδηλώνει προγραμματισμό, ετοιμότητα, κινητοποίηση και δεν επιδέχεται αναβολές και επιπολαιότητες.
Το θέρος και ο τρύγος κατείχαν σπουδαία θέση στην αγροτική ζωή του χωριού μας. Ο τρύγος τη μεγαλύτερη. Ήταν το σπουδαιότερο γεγονός για την αγροτική οικονομία του τόπου μας. Μία καλή τρυγητική σοδειά ήταν η ανταμοιβή μιας πολύ σκληρής δουλειάς που είχε προηγηθεί. Μια καλή σοδειά εξασφάλιζε το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας, πάντρευε παιδιά, έχτιζε σπίτια και αύξανε τον αγροτικό κλήρο με αγορές γης.
Προετοιμασία για τον τρύγο
Όταν πλησίαζε ο τρύγος κάθε άλλη αγροτική δραστηριότητα σταματούσε. Μετά το Δεκαπενταύγουστο το χωριό άρχιζε σιγά – σιγά να προετοιμάζεται. Όσοι παραθέριζαν στις αυτοσχέδιες καλύβες και παράγκες, στη χρυσή αμμουδιά της Λούτσας, επέστρεφαν στο χωριό. Μέχρι να μπει ο Σεπτέμβρης έπρεπε να έχουν γίνει μια σειρά από δουλειές. Να έχουν βγει τα βαρέλια από το υπόγειο στην αυλή του σπιτιού, να έχει καθαριστεί και ασπριστεί το υπόγειο, να έχει πλυθεί το πατητήρι με το «πουρλάκι» (ο λάκκος που έτρεχε ο μούστος), τα κοφίνια, τα κοφάκια, να έχουν λαδωθεί ή γρασαριστεί οι σούστες για να ανταπεξέλθουν στη σκληρή δουλειά και να έχουν ακονιστεί οι σβανάδες (ειδικά καμπυλωτά μαχαίρια με πλαγιαστά δόντια) απαραίτητοι για την κοπή των σταφυλιών.
Το ανέβασμα και το κατέβασμα των βαρελιών από το υπόγειο ήταν δύσκολη δουλειά γι’ αυτό βοηθούσε όλη η οικογένεια αλλά και οι γείτονες. Για να καθαριστούν σωστά τα βαρέλια έπρεπε πρώτα να «ξεφουντωθούν». Ο βαρελάς αναλάμβανε το «φούντωμα» και ο ρόλος του ήταν σπουδαίος στην όλη διαδικασία. Όλοι ήθελαν τον καλύτερο επαγγελματία να φροντίσει τα βαρέλια τους γιατί απ’ αυτόν και την καθαριότητα εξαρτιόταν η ποιότητα του κρασιού.
Μετά το ξεφούντωμα ακολουθούσε το ξύσιμο των βαρελιών με την ειδική ξύστρα και με προσοχή ώστε να φύγουν όλα τα υπολείμματα της λάσπης (ίζημα) και του ρετσινιού. Τη λάσπη την πήγαιναν στο Κορωπί για περεταίρω επεξεργασία. Ακολουθούσε το «φούντωμα» από το βαρελά που χτυπούσε ρυθμικά με τα σύνεργά του τα σιδερένια στεφάνια έτσι ώστε το βαρέλι να επανέλθει στη φυσική του κατάσταση. Σειρά είχε το «στιφάρισμα» (πλύσιμο) των βαρελιών με ζεστό νερό αρωματισμένο με κλαριά από σχίνο ή μυρτιά, που αφού στέγνωναν τα έβαζαν ξανά στο υπόγειο του σπιτιού. Οι δρόμοι γέμιζαν πράσινα λασπόνερα που με τη χαρακτηριστική τους μυρωδιά, όλη την περίοδο της προετοιμασίας, σηματοδοτούσαν την αρχή της μουστιάς.
Αρκετό καιρό πριν οι νοικοκυραίοι επικοινωνούσαν με τους εμπόρους που θα αγόραζαν το μούστο και βέβαια με τους εργάτες, που μαζί με τα μέλη της οικογένειας, θα βοηθούσαν στη συγκομιδή και στο πάτημα των σταφυλιών.
Τους εργάτες, που έρχονταν από τα χωριά της Καρύστου ή το Αγκίστρι και μετά το 1970 και από χωριά της Θεσσαλίας, φιλοξενούσαν οι οικογένειες που δούλευαν στα σπίτια τους. Οι νοικοκυρές έβγαζαν από τις κασέλες τους κλινοσκεπάσματα του αργαλειού, σεντόνια, καραμελωτά και μαξιλάρια για τον ύπνο τους. Τα βράδια μαζεύονταν όλοι στην εκκλησία της Παναγίας και πολλοί, μέχρι να βρούν μεροκάματο και αφεντικό, κοιμούνταν στον προαύλιο χώρο.
Ετοιμασίες όμως έκαναν και οι μεταφορείς του μούστου. Στις αρχές του αιώνα η μεταφορά του μούστου γινόταν με τις σούστες και τ’ άλογα. Μετά τον πόλεμο με φορτηγά που είχαν αφήσει πίσω τους οι συμμαχικές δυνάμεις και πολύ αργότερα με μεγάλα ιδιόκτητα φορτηγά που έβαζαν στις καρότσες τους μεγάλα και μικρά βαρέλια.
Ο τρύγος άρχιζε λίγο πριν ή λίγο μετά του Σταυρού (14η Σεπτεμβρίου) ανάλογα με τα γράδα (βαθμοί οινοποίησης) που δειγματοληπτικά έπαιρναν οι ιδιοκτήτες.
Αρχίζει να σημειωθεί πως ο αμπελώνας των Σπάτων αλλά και των Μεσογείων γενικότερα λίγο πριν τη δεκαετία του ’60 καταστράφηκε από τη φυλλοξήρα και ξεριζώθηκε. Τα μέχρι τότε «σαββατιανά» και πολυποικιλιακά κλήματα αντικαταστάθηκαν από τα αμερικάνικα που ήταν πιο ανθεκτικά και δεν έπιαναν φυλλοξήρα. Τα «άγρια» εμβολιάστηκαν και πάλι κατά παράδοση με «σαββατιανά» που έδιναν την περίφημη ρετσίνα, και «μαντηλαριά» για το κοκκινέλι. Όμως υπήρχαν και επιτραπέζιες ποικιλίες όπως σταφίδες, καρδινάλια, αυγουλάτα, κέρινα, φράουλα, ροδίτες κ.α. με τα οποία φίλευαν γνωστούς και φίλους. Τα διατηρούσαν σε καλαμένια καλάθια και τα σκέπαζαν με αμπελόφυλλα.