Ιστορίες του χωριού μας
Ο παπα Γιώργης
Στην Κατοχή ο Πλούμπης, που ήταν σταχτέρης, πήγε στον παπα- Γιώργη τον Μπερτόλη και του ζήτησε λάδι.
Ο παπάς αρνήθηκε λέγοντας: «δεν έχω».
Κάποια μέρα που έκανε λειτουργία στο κοιμητήριο του Αγίου Δημητρίου, ο Πλούμπης πήγε κρυφά στο μικρό ανατολικό άνοιγμα του Ιερού και αλλάζοντας τη φωνή του είπε:
«Γεώργιε, Γεώργιε, δώσε λάδι στον Πλούμπη γιατί θα σε τιμωρήσω».
Την επομένη ο παπα-Γιώργης συνάντησε τυχαία στην αγορά τον Πλούμπη, τον σταμάτησε και του είπε: «Έχω λίγο λάδι, έλα να σου δώσω».
Ο Αράπης ή Αντάρτης
Το συμβάν διαδραματίζεται γύρω στα 1910.
Ο Αράπης ή Αντάρτης ήταν ένας σωματώδης, άγριος, μελαχρινός επιστάτης στο Μετόχι του Βουρβά που ανήκε στην Ιερά Μονή Πεντέλης.
Ήταν ιδιαίτερα σκληρός και βασανιστικός με τους εργάτες που είχε στη δούλεψή του.
Τα βράδια ανέβαινε από το Βουρβά στο χωριό όπου μεθούσε, έβριζε και προκαλούσε το φόβο και τον τρόμο των κατοίκων.
Κάποιο βράδυ, αφού είχε μεθύσει, τρεκλίζοντας πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Βουρβά.
Στην συμβολή των οδών Ελ. Βενιζέλου και Β. Παύλου, κάποιοι από το χωριό του έστησαν καρτέρι. Τον χτύπησαν μ’ ένα ξύλο στο κεφάλι και ζαλισμένος όπως ήταν κατέφυγε στο υπόγειο του σπιτιού του Χρήστου Μαργέτη και κρύφτηκε κάτω από τα βαρέλια.
Εκεί τον βρήκαν οι διώκτες του και τον σκότωσαν. Μετά το φονικό τον έδεσαν από τα πόδια πίσω από ένα κάρο και τον περιέφεραν στο χωριό σαν τρόπαιο.
Υπάρχει μαρτυρία ότι στο περιστατικό έλαβαν μέρος άνδρες του σογιού των Παπαχρήστου, γι’ αυτό και τους βγήκε το παρατσούκλι «Αράπης».
Επιδρομές (1)
Μία από τις μεγαλύτερες εισβολές εντόμων στο Μεσογείτικο κάμπο ήταν κι αυτή της άνοιξης του 1923. Οι παλαιοί τη θυμούνται με δέος. Σμήνη ακρίδων, κατά κύματα, είχαν εγκατασταθεί στον απέραντο αμπελώνα και κατέτρωγαν τα τρυφερά φύλλα των κλημάτων. Ο κάμπος δεν φαινόταν, είχε καλυφθεί από ένα τεράστιο σύννεφο που «σκοτείνιασε ακόμα και τον ήλιο». Οι Μεσογείτες αμπελουργοί, άλλοι – οι πιο τυχεροί – καλυμμένοι με κουκούλες μελισσοτρόφων, άλλοι με «ψαθάκια» εφοδιασμένα με πέπλο (γάζες) γύρω – γύρω μέχρι τους ώμους κι άλλοι με οποιοδήποτε προστατευτικό μέσο πάλευαν, σε μια απελπισμένη και αμφίβολης αποδοτικότητας προσπάθεια – με (γεωργικά) «φάρμακα» – να εξοντώσουν τα έντομα. Δεν γινόταν τίποτα! Ήταν τόση η ακρίδα που είχε πέσει, ώστε «η γης είχε πρασινίσει», από την πολλή ακρίδα, βέβαια.
Αλλόφρονες κι απελπισμένοι οι Μεσογείτες αμπελουργοί, αδύναμοι να αντιδράσουν, έβλεπαν το βιος τους και το εισόδημά τους να χάνεται για τα προσεχή πέντ’ έξι τουλάχιστον χρόνια. Γιατί, αφού είχε φαγωθεί το φύλλο (ο «πνεύμονας»), το «κλήμα» – δηλαδή το φυτό, ο κορμός, «το κούτσουρο» – θα ξεραινόταν.
Και για να ξαναγίνει νέο αμπέλι (φυτεία) χρειάζονταν πέντε χρόνια φροντίδας και έξοδα. Κάτι τέτοιο λοιπόν προοιωνιζόταν από την κατά κύματα μεγάλη επιδρομή της ακρίδας τον «μαύρο εκείνο Απρίλη» (ενν. του 1923).
Πάνω στην απελπισία του ο αδύναμος ιδιαίτερα άνθρωπος, καταφεύγει στο Θεό, επικαλείται την προστασία των Θείων επουράνιων Δυνάμεων…Αυτό έκαναν και οι ευσεβείς Μεσογείτες. Αναφέρω σε συντομία μια δυο από τις ενέργειές τους.
Οι κάτοικοι της πληγείσης περιοχής (Σπάτων, Παιανίας, Κορωπίου και Μαρκοπούλου) άρχισαν τις λιτανείες. Οι ικετήριες όμως εκείνες και πάνδημες θρησκευτικές πομπές, με περιφορές εικόνων και με γονυκλισίες, δεν απέδωσαν. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι της Παιανίας σκέφτηκαν να «πάνε παραπάνω, στο Δεσπότη». Συστήθηκε μια επιτροπή από έγκριτους οικογενειάρχες η οποία και παρουσιάστηκε στην αγιότητά του. Πρέπει να πω ότι οι μισοί από αυτούς ήσαν αγράμματοι. Μίλησε πρώτος ο πιο ηλικιωμένος, παλαιός επίτροπος (θα μου επιτραπεί να μην αναφέρω τα ονόματά τους εκτός από έναν, τον πατέρα μου), εντιμότατος, γνωστός του ιεράρχη.
«Ήρθαμε, Σεβασμιότατε, να μας πείτε τι πρέπει να κάνουμε για να διώξουμε…να διώξουμε από τον κάμπο τα (κόμπιασε λίγο, πήρε φόρα και το «πέταξε»)…τα καρκαλέτσια!»
«Ποια είπες;» λέει ο Δεσπότης απορημένος.
«Το καρκαλέτσι, άγιε πατέρα» (και, αποτεινόμενος στο διπλανό του, του ψιθυρίζει, στ’ αρβανίτικα: βρε Μήτσο, πώς το λένε ελληνικά;)
«Να σας το πω εγώ», απαντάει ο Μήτσος Παπ. «Καρκαλέτσιον το λέμε όταν είναι ένα και καρκαλέτσια λέμε όταν είναι πολλά. Τώρα έχουν πέσει όχι πολλά, αλλά μιλιούνια! Έχει σκοτεινιάσει ο κάμπος!».
Κάποιος εξήγησε στο Δεσπότη ότι εννοούσαν τις ακρίδες.
«Γι’ αυτό το θέμα», είπε ο ιεράρχης, «μίλησα με τους Σπαταναίους. Τους είπα τί πρέπει να κάνουν. Πείτε το και στους Λιοπεσιώτες, τους Κορωπιώτες και τους Μαρκοπουλιώτες, ας μην κάνουν οι άνθρωποι τον κόπο να έρθουν για το ίδιο θέμα».
Επιδρομές (2)
Ο αξέχαστος φίλος Δημ. Σωτ. Μάρκου, από τα Σπάτα, περιγράφει κατά τρόπο γλαφυρό και τεκμηριωμένο, πώς «ο προστάτης των αμπελουργών Άγιος Σεραφείμ» έσωσε εκείνη την εποχή τους Μεσογείτες από τη μάστιγα της ακρίδας, κατά την αξέχαστη εκείνη καταστροφική επιδρομή του εντόμου τούτου στον καταπράσινο κάμπο.
«Οι Σπαταναίοι», γράφει, «πάνω στην απελπισία τους άκουσαν ότι σε κάποιο μοναστήρι της Λιβαδειάς υπάρχει η Κάρα του Αγίου Σεραφείμ που είναι προστάτης των αμπελουργών και ότι είναι δυνατόν ο Άγιος να τους σώσει. Με πίστη πήγαν λοιπόν κι έφεραν την Κάρα στο χωριό και όρισαν αμέσως την ημέρα για την πάνδημη λιτάνευση της Κάρας, σ’ όλο τον κάμπο. Έταξαν μάλιστα ότι, αν σωθούν, θα χτίσουν στο όνομα του Αγίου Σεραφείμ εκκλησία στη θέση «Βαλανιδέζα».
Πράγματι, την επόμενη κιόλας μέρα, συγκεντρώθηκε όλο το χωριό, με την Κάρα μπροστά, με τα εξαπτέρυγα και τους παπάδες και πίσω ο κόσμος (είχαν φτάσει εκεί κι άλλοι Μεσογείτες). Έκαναν πολλές στάσεις σε διάφορα σημεία του κάμπου και με δάκρυα προσευχήθηκαν. Τέλος, η πομπή κατέληξε στο σημείο που όρισαν να χτιστεί η εκκλησία και στη συνέχεια έγινε η απόλυση.
Στο πέρασμα της Κάρας του Αγίου τα σμήνη της ακρίδας έπεφταν στη γη και δεν εμπόδιζαν τους περαστικούς όπως πρώτα, πετώντας εδώ κι εκεί και, πράγμα παράδοξο, οι ακρίδες συγκεντρώνονταν στο κέντρο (μέση) των αγροτικών δρόμων και, σαν να τις οδηγούσε κάποιο αόρατο χέρι, έπαιρναν κατεύθυνση προς τα ανατολικά, προς τον Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο. Μόλις τέλειωσε η λιτανεία και ο κόσμος γύρισε στο χωριό, φύσηξε «θρασκιάς» (ισχυρός δυτικός άνεμος) που έριξε τις ακρίδες στη θάλασσα, χωρίς να μείνει ίχνος από αυτές στον κάμπο. Η θάλασσα μαύρισε και βρώμισε αφόρητα η παραλία. Και πάλι, όμως! Μετά από δύο ημέρες φύσηξε «κάρυστος» (βορειοανατολικός άνεμος), που παρέσυρε βαθιά στη θάλασσα την ακρίδα, χωρίς να προλάβουν να κάνουν το παραμικρό οι γεωργοί να καθαρίσουν, για να σώσουν τον τόπο από την απειλούμενη ασθένεια…
…Το χωριό έχτισε, όπως υποσχέθηκε στον Άγιο, την εκκλησία στη θέση Βαλανιδέζα, και στις 6 Μαΐου κάθε χρόνο, την ημέρα της μνήμης Του, εορτάζεται το γεγονός…»
Από το βιβλίο του Γ. Χατζησωτηρίου «Ιστορίες από τα χωριά των Μεσογείων».
Επισκέψη της Βασιλικής οικογένειας στα Σπάτα
Χειρόγραφη μαρτυρία του Σταύρου Σπ. Μπέκα (1901-1995)
“Το 1908 ο Βασιλεύς της Ελλάδος Γεώργιος ο Α΄ μετά της Βασιλίσσης Όλγας και δύο Πριγκιπισσών, μίαν ηλιόλουστον ημέραν, επεσκέφθησαν τα Σπάτα. Οι Βασιλείς και αι Πριγκίπισσαι, περιήρχοντο του χωρίου μας πεζή και όταν έφθασαν βαδίζοντες προ της οικίας του Μιχαήλ Χρ. Παπαχρήστου, πρώην Δημάρχου Κρωπίας των Μεσογείων, είδον εις την αυλήν της οικίας του ποικιλίαν ανθέων και φυτών.
Εισήλθον εις την αυλήν της οικίας θαυμάζοντες τα ωραία άνθη και φυτά.
Ο Μιχαήλ Παπαχρήστου αντιληφθείς τους Βασιλείς εις την αυλήν του, τους εκάλεσε αμέσως να ανέλθουν εις την οικίαν του. Οι Βασιλείς και αι Πριγκίπισσαι εισήλθον και χαρούμενοι άπαντες της οικογενείας υποδεχόμενοι τους Βασιλείς.
Το συζυγικόν ζεύγος Παπαχρήστου είχε θετήν κόρην, την ωραιοτάτην Ελένην, είκοσι περίπου ετών. Οι Βασιλείς εντός της οικίας αντίκρυσαν παλαιά και ωραία ενδύματα φούντια, πεσκούλια κ.ά.
Παρεκάλεσαν την Ελένην να ενδυθεί με τα ωραία παλαιά ενδύματα. Η Ελένη προθύμως ενεδύθη και εξήλθε ενδεδυμένη με τα παλαιά ενδύματα, τα οποία εθαύμασαν οι Βασιλείς και αι Πριγκίπισσαι.
Κατόπιν απεχαιρέτησαν την οικογένειαν Παπαχρήστου, ευχαριστούντες αυτούς. Ανεχώρησαν κατόπιν πεζή, μέχρι του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και επιβάντες του αυτοκινήτου των ανεχώρησαν δια τας Αθήνας, υπό τάς ζητωκραυγάς των κατοίκων των Σπάτων.
Ο Δημοδιδάσκαλός μας Αναστάσιος Σανιάνος, καταγόμενος εκ Μικράς Ασίας, είχε παρατάξει τους μαθητάς της τάξεώς του εις το προαύλιον της εκκλησίας και εζητωκραύγαζον τους Βασιλείς κατά την αναχώρησίν των”.
Το άλογο