ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Στον Ελλαδικό χώρο τα ταφικά έθιμα διατηρήθηκαν και διασώθηκαν παρόλες τις αντίξοες συνθήκες που επικράτησαν (τουρκοκρατία, πόλεμοι, κατοχή). Οι άνθρωποι του χωριού μας τιμούσαν πάντα τους νεκρούς τους.
Όταν τους μοιρολογούσαν, έκλαιγαν όχι μόνο για το δικό τους άνθρωπο αλλά και για τα βάσανα της δικής τους της ζωής.
Ο θάνατος ήταν ένα γεγονός που συνένωνε τους ανθρώπους και τους έδινε πίστη και ελπίδα ότι θα τα καταφέρουν.
Στις νεκρικές τελετές διατηρούνται στοιχεία παγανιστικά τα οποία όμως αφομοιώθηκαν μέσα στη χριστιανική θρησκεία.

Πριν το θάνατο

Στις περιπτώσεις που ο θάνατος δεν ήταν ξαφνικός αλλά συνέπεια γηρατειών ή αρρώστιας οι συγγενείς μαζεύονταν στο σπίτι του ετοιμοθάνατου και «τον περίμεναν». Στο δωμάτιο φρόντιζαν να μη μιλούν δυνατά ώστε «να μην του κόψουν το δρόμο» όπως πίστευαν. Προσεύχονταν σιωπηλά. Φρόντιζαν να έρθει ο παπάς να τον κοινωνήσει και αν ήταν σε κάπως καλή κατάσταση να τον εξομολογήσει.
Όλοι περίμεναν πάνω από το προσκεφάλι του να τους πει κάποια συμβουλή ή να τους δώσει την ευχή του. Ο λόγος του νεκρού είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τους συγγενείς. Αν ξεψυχούσε γρήγορα και ήρεμα, «σαν πουλάκι», λεγόταν καλός και ευλογημένος άνθρωπος.
Αν παρατεινόταν για καιρό η επιθανάτια αγωνία λεγόταν ότι είχε αδικήσει στη ζωή του και «δεν του βγαίνει η ψυχή».

Η ετοιμασία του νεκρού

Μόλις ξεψυχούσε του έκλειναν τα μάτια και έπλεναν το ζεστό ακόμη σώμα του με κρασί ή ξύδι, του έκλειναν το στόμα με κερί σε σχήμα σταυρού και του έδεναν το κεφάλι μ’ ένα λευκό μαντήλι.
Κατάσαρκα του φορούσαν το σάβανο με κεντημένο σταυρό μπροστά, από πάνω τα καλά του ρούχα («της εκκλησίας») και αφόρετα παπούτσια. Σταύρωναν τα χέρια και τα έδεναν με μωβ ή λευκή (για τους νέους) κορδέλα.
Συνηθιζόταν να βάζουν μια μικρή εικόνα στο στήθος και νομίσματα στο χέρι «για να πληρώσει το βαρκάρη» ή «για τον Άγιο Πέτρο» ή για χαιρετίσματα σε φίλους ή συγγενείς που είχαν πεθάνει.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ξάπλωναν το νεκρό πάνω σε πόρτα του σπιτιού. Αργότερα σε ειδικό τραπέζι ή στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Μετά το 1950 σε ξύλινη κάσα φτιαγμένη από το μαραγκό.
Το πρόσωπο του νεκρού «κοίταζε» πάντα προς την ανατολή. Τον τύλιγαν σε λευκό σεντόνι και παραγέμιζαν το μαξιλάρι με σχίνα ή δεντρολίβανο για να μη μυρίσει.
Τοποθετούσαν καρέκλες γύρω από το λείψανο, στη μέση της σάλας, και δίπλα στο προσκεφάλι του σε μικρό τραπεζάκι άναβαν καντήλι και έκαιγαν κεριά μέσα σ’ ένα βάζο ή σε σουπιέρα γεμισμένη με στάρι.
Κάλυπταν με σεντόνια τους καθρέφτες, τα κάδρα και τις φωτογραφίες του σπιτιού και κρεμούσαν μωβ και μαύρες κορδέλες στον πολυέλαιο.
Όταν ετοίμαζαν το νεκρό ειδοποιούσαν τον παπά της Μεγάλης Εκκλησίας (έτσι λεγόταν η εκκλησία της Παναγίας) να κτυπήσει την καμπάνα για να μαθευτεί σ’ όλο το χωριό το γεγονός και να πάνε «να του ανάψουν κερί» και να τον «συγχωρέσουν».

Ο θρήνος

Φίλοι, συγγενείς, συγχωριανοί έπαιρναν το κερί και πήγαιναν να του ευχηθούν «καλό ταξίδι» και «καλή αντάμωση».
Πολλοί έμεναν και όλο το βράδυ «για παρηγοριά». Προσφερόταν καφές, κονιάκ, παξιμαδάκι, ή τσάι. Σκέπαζαν το πρόσωπο του νεκρού με μαντηλάκι βουτηγμένο στο ξύδι και διάβαζαν το ψαλτήρι. Το ψαλτήρι (περιέχει τους 300 ψαλμούς μετάνοιας του Δαυίδ) διαβαζόταν όλη τη νύχτα με την συμμετοχή όλων. Όποιος το ξεκινούσε έπρεπε ο ίδιος και να το τελειώσει. Η νύχτα περνούσε με ιστορίες για το συγχωρεμένο, καμιά φορά και αστείες, που αναφέρονταν κυρίως στην εργατικότητά του και την τιμιότητά του.
Με την ανατολή του ήλιου ξεκινούσαν οι γυναίκες να μοιρολογούν. Στο χωριό μας κατ’ επάγγελμα μοιρολογίστρες δεν υπήρχαν και ο θρήνος – ανάλογα πάντα με την ηλικία του νεκρού – περιοριζόταν σε κάποια τετράστιχα όπως:

«Τα χέρια σου τα άξια
τα πολυδουλεμένα,
τώρα πως καταδέχονται
και στέκουν σταυρωμένα».

«Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού
αφήνω «καληνύχτα»
και πέστε στα παιδάκια μου
δεν θα’ χω άλλη νύχτα».

(μαρτυρία Σοφίας Ευστ. Αποσπόρη)

Όταν ο νεκρός ήταν νέος ή νέα και δεν είχε ακόμη παντρευτεί τον έντυναν νύφη ή γαμπρό με στέφανα, δαχτυλίδι και άσπρες λαμπάδες που τα πρόσφερε ο νονός ως τελευταίο δώρο. Μαζί με το στάρι πρόσφεραν κουφέτα και αργότερα μπομπονιέρες.

Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα ρούχα και μαντήλια και οι άνδρες πένθος στο χέρι ή στο πέτο του σακακιού και έμεναν αξύριστοι για 40 ημέρες. Η χήρα ή η μητέρα νεκρού παιδιού δεν έβγαζε ποτέ τα μαύρα και οι άμεσοι συγγενείς πενθούσαν μέχρι τρία χρόνια. Τα μικρά κορίτσια φορούσαν και αυτά, μαύρα φορεματάκια και μαύρες ποδιές στο σχολείο και έβαζαν στις κοτσίδες τους μαύρους φιόγκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα που οι γυναίκες φορούσαν την παραδοσιακή φορεσιά τα κεντήματα του πουκάμισου και της γρίζας είχαν χρώματα σκούρα όπως μωβ, μαύρο και πράσινο χωρίς χρυσοκλωστή.

Η εκφορά και η ταφή

Αφού συμπλήρωνε ο νεκρός στο σπίτι είκοσι τέσσερες ώρες ερχόταν ο παπάς με παιδιά που κρατούσαν τα εξαπτέρυγα και το σταυρό, για να τον «σηκώσουν». Έκανε τρισάγιο και η πομπή ξεκινούσε για την εκκλησία. Μόλις έφευγε ο νεκρός από το σπίτι έσπαζαν ένα πιάτο για να ξορκίσουν το θάνατο. Μπροστά πήγαινε ο παπάς πίσω τα εξαπτέρυγα και ακολουθούσε το νεκροκρέβατο που το κρατούσαν τέσσερις άνδρες με δύο μεγάλα ξύλα. Από τις γειτονιές που περνούσε η κηδεία οι συγχωριανοί του έβγαιναν στο δρόμο για να τον αποχαιρετίσουν, αφού προηγουμένως έκλειναν τις αυλόπορτες.
Στο σπίτι έμεναν φίλοι και γείτονες της οικογένειας για να συγυρίσουν, να σκουπίσουν, να ετοιμάσουν τους καφέδες και το νεκρόδειπνο. Η γυναίκα που σκούπιζε το σπίτι εκείνη την ημέρα, σκούπιζε για τρεις συνεχόμενες ημέρες το σπίτι.
Μετά την εξόδιο ακολουθία στην εκκλησία η πομπή συνέχιζε προς το νεκροταφείο με τα πόδια. Τελευταίοι ακολουθούσαν εκείνοι που κρατούσαν το βρασμένο στάρι και το ψωμί όπως και το λάδι για το καντήλι, μια κανάτα και καθαρή πετσέτα.
Μετά την ταφή οι συγγενείς έριχναν στον τάφο χώμα, έπλεναν τα χέρια με το νερό της κανάτας και τα σκούπιζαν στην πετσέτα.
Στη συνέχεια έτρωγαν λίγους σπόρους στάρι και ένα κομμάτι ψωμί για «το συχώριο». Το ψωμί, ως απαραίτητο στοιχείο της θρέψης, θεωρείται καθαρτικό και εξιλεαστικό στοιχείο.
Μετά την ταφή τίποτα δεν επέστρεφε στο σπίτι. Η κανάτα και η πετσέτα έμεναν στον τάφο όπως και τα ξύλα της μεταφοράς που τοποθετούνταν χιαστί πάνω στο μνήμα.
Τον τάφο τον άφηναν ένα χρόνο άφτιαχτο. Τοποθετούσαν το καντηλάκι σ’ έναν τενεκέ, έβαζαν τουβλάκια περιμετρικά και έφτιαχναν σταυρό με ασβέστη.

Στο σπίτι

Στην αυλόπορτα του σπιτιού έβαζαν ένα κομμάτι σίδερο (πέταλο αλόγου ή γεωργικό εργαλείο) που το πατούσε όλη η οικογένεια, όταν επέστρεφε από το νεκροταφείο, για να είναι γεροί και υγιείς «σαν το σίδερο».
Οι συγγενείς προσέφεραν καφέ με παξιμάδι και κονιάκ.
Το νεκρόδειπνο που ακολουθούσε «για το συχώριο» ήταν συνέχεια των νεκρόδειπνων των Αρχαίων Ελλήνων. Μαγείρευαν ψάρι (βραστό, τηγανισμένο ή στο φούρνο) πατάτες ή μακαρόνια με τυρί, πίτα με τυρί και έπιναν κρασί χωρίς να τσουγκρίζουν τα ποτήρια. Οι συγγενείς συνέτρωγαν για τρία συνεχόμενα βράδια για «παρηγοριά».

Μνημόσυνο

Την τρίτη ημέρα τελούσαν τρισάγιο στον τάφο όπου έριχναν βρασμένο σκέτο στάρι («το πικρό κόλλυβο») και άφηναν και το πιάτο.
Την ένατη μέρα («εννιάμερα») όπως και την εικοστή έβραζαν κόλλυβα και τα πήγαιναν στην εκκλησία με το πρόσφορο και το όνομα του νεκρού.
Στις σαράντα ημέρες γινόταν το «μεγάλο» μνημόσυνο με κόλλυβα σε μεγάλη πιατέλα και καλούσαν συγγενείς και φίλους του νεκρού. Μετά δινόταν στο σπίτι καφές και κονιάκ.
Τα μικρά μνημόσυνα ήταν τα τρίμηνα, τα εξάμηνα και τα εννιάμηνα.
Στη συμπλήρωση ενός χρόνου γινόταν μεγάλο μνημόσυνο με κόλλυβα στην πιατέλα και καλέσματα.
Στη συνέχεια στα τρία χρόνια, στα πέντε, στα εφτά (σε μονούς αριθμούς).
Στα μεγάλα μνημόσυνα καλούσαν με κόλλυβα και ψωμάκια που τα μοίραζαν στους συγγενείς σ’ ένα λευκό τραπεζομάντηλο που το κρατούσαν τέσσερις γυναίκες στις άκρες.
Στο τέλος της λειτουργίας του μνημόσυνου μοίραζαν πάλι κόλλυβα με ψωμάκια στο προαύλιο του ναού.
Μετά το 1960 καλούσαν στο μνημόσυνο με τυπωμένες προσκλήσεις με μαύρο πλαίσιο.

Η εκταφή

Κάθε οικογένεια είχε το δικό της οικογενειακό τάφο, «το σπίτι» τους, όπως έλεγαν. Αυτό μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιό «για να κρατηθεί το όνομα». Η εκταφή γινόταν στα τρία, στα πέντε, στα επτά χρόνια (μονά χρόνια). Έπλεναν τα οστά οι συγγενείς σε μεγάλη πύλινη λεκάνη με νερό και κρασί και τα τοποθετούσαν σε ξύλινο κασόνι που το έθαβαν πάλι στο χώμα.
Άναβαν το καντήλι και λιβάνιζαν καθημερινά για σαράντα ημέρες και κάθε Σάββατο για ένα χρόνο. Ακόμη το άναβαν τις «καλές ημέρες» (Χριστούγεννα, Πάσχα, της Παναγίας) και τις «σχολάδες» (γιορτές Αγίων). Στόλιζαν τους τάφους με λουλούδια σε τενεκέδες και τους ασβέστωναν συχνά.
Όσο διαρκούσε το πένθος δεν έκανε η οικογένεια γάμο, αρραβώνα και γιορτή. Δεν πήγαιναν στα πανηγύρια ούτε είχαν κοινωνικές επαφές. Δέχονταν επισκέψεις μόνο στο σπίτι τους όπου κερνούσαν μόνο καφέ με παξιμάδι. Δεν έφτιαχναν τα γλυκά των Χριστουγέννων, της Αποκριάς και του Πάσχα.
Τα ταφικά έθιμα και οι διαβατήριες τελετουργίες του χωριού μας αντικατοπτρίζουν την αντίληψη ότι οι «δικοί μας άνθρωποι» δεν έφυγαν, αλλά μας βλέπουν από ψηλά, μας παρακολουθούν, χαίρονται με τις χαρές μας, πονάνε με τις λύπες μας και ότι θάρθει η μέρα που όλοι θα είμαστε πάλι μαζί.

«Εκεί στον τάφο που θα πας
φίδι να πατήσεις
το σπίτι σου να θυμηθείς
και πάλι να γυρίσεις»

(μαρτυρία Καλομοίρας Δήμα)

Το Κοιμητήριο των Σπάτων

Σύμφωνα με μαρτυρίες μέχρι το 1900 ή 1910 το κοιμητήριο του χωριού ήταν στον αύλιο χώρο της «Μεγάλης Εκκλησίας του χωριού» (έτσι έλεγαν την Κοίμηση της Θεοτόκου).
Αργότερα μεταφέρθηκε έξω από το χωριό στο ξωκκλήσι του Αγίου Δημητρίου (κτίσμα του 16ου-17ου αι.) στη θέση «Τουραλή» που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει «κάθισε κάτω Αλή».