Φίλοι, συγγενείς, συγχωριανοί έπαιρναν το κερί και πήγαιναν να του ευχηθούν «καλό ταξίδι» και «καλή αντάμωση».
Πολλοί έμεναν και όλο το βράδυ «για παρηγοριά». Προσφερόταν καφές, κονιάκ, παξιμαδάκι, ή τσάι. Σκέπαζαν το πρόσωπο του νεκρού με μαντηλάκι βουτηγμένο στο ξύδι και διάβαζαν το ψαλτήρι. Το ψαλτήρι (περιέχει τους 300 ψαλμούς μετάνοιας του Δαυίδ) διαβαζόταν όλη τη νύχτα με την συμμετοχή όλων. Όποιος το ξεκινούσε έπρεπε ο ίδιος και να το τελειώσει. Η νύχτα περνούσε με ιστορίες για το συγχωρεμένο, καμιά φορά και αστείες, που αναφέρονταν κυρίως στην εργατικότητά του και την τιμιότητά του.
Με την ανατολή του ήλιου ξεκινούσαν οι γυναίκες να μοιρολογούν. Στο χωριό μας κατ’ επάγγελμα μοιρολογίστρες δεν υπήρχαν και ο θρήνος – ανάλογα πάντα με την ηλικία του νεκρού – περιοριζόταν σε κάποια τετράστιχα όπως:
«Τα χέρια σου τα άξια
τα πολυδουλεμένα,
τώρα πως καταδέχονται
και στέκουν σταυρωμένα».
«Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού
αφήνω «καληνύχτα»
και πέστε στα παιδάκια μου
δεν θα’ χω άλλη νύχτα».
(μαρτυρία Σοφίας Ευστ. Αποσπόρη)
Όταν ο νεκρός ήταν νέος ή νέα και δεν είχε ακόμη παντρευτεί τον έντυναν νύφη ή γαμπρό με στέφανα, δαχτυλίδι και άσπρες λαμπάδες που τα πρόσφερε ο νονός ως τελευταίο δώρο. Μαζί με το στάρι πρόσφεραν κουφέτα και αργότερα μπομπονιέρες.
Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα ρούχα και μαντήλια και οι άνδρες πένθος στο χέρι ή στο πέτο του σακακιού και έμεναν αξύριστοι για 40 ημέρες. Η χήρα ή η μητέρα νεκρού παιδιού δεν έβγαζε ποτέ τα μαύρα και οι άμεσοι συγγενείς πενθούσαν μέχρι τρία χρόνια. Τα μικρά κορίτσια φορούσαν και αυτά, μαύρα φορεματάκια και μαύρες ποδιές στο σχολείο και έβαζαν στις κοτσίδες τους μαύρους φιόγκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα που οι γυναίκες φορούσαν την παραδοσιακή φορεσιά τα κεντήματα του πουκάμισου και της γρίζας είχαν χρώματα σκούρα όπως μωβ, μαύρο και πράσινο χωρίς χρυσοκλωστή.