Από τα μέσα του 19ου αι. κι έπειτα, που το χωριό πήρε τον οριστικό του σχηματισμό, τα σπίτια κτίστηκαν ανάλογα με τις ανάγκες και την οικονομική ευχέρεια των ιδιοκτητών τους. Κατασκευάστηκαν σπίτια απλά με λιτή γεωμετρική μορφή. Το κύριο χαρακτηριστικό της κατοικίας είναι η ενσωμάτωσή της σ’ ένα περιμετρικό συγκρότημα βοηθητικών χώρων που ήταν απαραίτητοι στη γεωργοκτηνοτροφική απασχόληση των κατοίκων.
Αποτελείτο από ανοικτούς και κλειστούς χώρους και ήταν περιτριγυρισμένη από ψηλό, πέτρινο, ασβεστωμένο μαντρότοιχο, που έδινε την εικόνα οχυρού και ταυτόχρονα φανέρωνε την εσωστρέφεια των μελών της τοπικής κοινωνίας.
Πάνω σ’ αυτό το μαντρότοιχο ακουμπούσαν όλα τα κτήρια και είχαν άμεση πρόσβαση σε μια ευρύχωρη αυλή. Η κύρια κατοικία φρόντιζαν να έχει ανατολικό προσανατολισμό και μικρά ανοίγματα προς το βοριά. Η μόνη επικοινωνία του εσωτερικού με το δημόσιο χώρο γινόταν από τη μεγάλη αυλόπορτα που στην αρβανίτικη διάλεκτο λεγόταν «ντεραυλή».
Βασικό δομικό υλικό ήταν η πέτρα που την κουβαλούσαν με τα κάρα από τις περιοχές της Πράρεζας, της Πύριζας, το νταμάρι του Χαρβατίου και από το ξεχέρσωμα των χωραφιών.
Οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν 50-60 εκ. πλάτος και σοβαντίζονταν συνήθως μόνο εσωτερικά με άμμο που κουβαλούσαν από το ποτάμι του Πικερμίου και την περιοχή Λίθι.
Η ξύλινη στέγη, ανάλογα με τον τύπο του σπιτιού, ήταν μονόρριχτη, δίρριχτη ή τετράρριχτη κεραμοσκέπαστη. Στηριζόταν σε κέδρινους κορμούς και πάτερα, ιδιαίτερα σκληρά και ανθεκτικά, που μετέφεραν από τα δάση που βρίσκονταν στους ανατολικούς πρόποδες του Υμηττού.
Η κατασκευή της στέγης ήταν το δυσκολότερο τεχνικά σημείο της οικοδόμησης του σπιτιού και διέφερε κατά περίπτωση.
Στις μονόρριχτες, που ήταν οι πιο απλές, η στήριξη γινόταν με μεγάλα ξύλινα δοκάρια, τα πάτερα , βένιες ή τράβες που ξεκινούσαν από τον ψηλότερο τοίχο, δηλαδή την πλάτη του σπιτιού και κατέληγαν στο χαμηλότερο, την πρόσοψη. Έτσι δημιουργείτο ένα κεκλιμένο επίπεδο. Το κενό που άφηναν τα πάτερα το έκλειναν με ξερά κλαδιά τις σκάρπες (λεπτά κλαδιά με τα παρακλάδια τους), με καλάμια ή δεμάτια θάμνων που τα είχαν πατήσει προηγουμένως για να ισιώσουν. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και μια επιπλέον στρώση από πηλό πριν το επιστέγασμα με λευκά κεραμίδια.
Στις δίρριχτες στέγες χρησιμοποιούσαν ένα μεγάλο, γερό, κέδρινο κορμό, μήκους 5 μ. περίπου, και διατομής 20-30 εκ. που τον στήριζαν στις στενές πλευρές του σπιτιού. Στο «μεσοδόκι» όπως λεγόταν κάρφωναν τα πάτερα προς τους τοίχους της πρόσοψης και της πλάτης του σπιτιού, που είχαν συνήθως το ίδιο ύψος και έτσι δημιουργείτο αέτωμα.
Οι τετράρριχτες στέγες απαιτούσαν ιδιαίτερη τέχνη και μαστοριά επειδή ήταν πολυσύνθετες. Βασίζονταν σε τριγωνικό, ζευκτό σκελετό με πάτερα και ψαλίδια που στην τελική τους μορφή σχημάτιζαν δύο τρίγωνα και δύο τραπέζια. Όταν η στέγη τελείωνε ο πρωτομάστορας έφτιαχνε ένα σταυρό με λουλούδια και έβαζε ένα μαντήλι στην κορυφή του για «τα καλορίζικα». Συγγενείς και φίλοι έφερναν μαντήλια, δώρο στους κτιστάδες, ή λουκουμάδες σε πιάτο, το οποίο δεν επιστρεφόταν.
Το δάπεδο άλλοτε βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτό της αυλής και άλλοτε λίγο ψηλότερα. Ήταν φτιαγμένο από καλά πατημένο χώμα, που το κατέβρεχαν για να γίνεται σκληρό, ή σπανίως από «κουρασάνι». Το κουρασάνι ήταν τριμμένο κεραμίδι ανάμικτο με στρογγυλές πέτρες ή άμμος με ασβέστη. Αργότερα έγινε τσιμέντινο. Ξύλινο πάτωμα τοποθετούσαν μόνο στο «καλό» δωμάτιο του σπιτιού.
Τα κουφώματα ήταν σανιδένια. Οι πόρτες ήταν φτιαγμένες από κάθετες σανίδες και στο πάνω μέρος τους είχαν φεγγίτη και σιδεριά για φως και προστασία. Τα παράθυρα ήταν επίσης φτιαγμένα από κάθετες σανίδες που δένονταν μεταξύ τους από δυο ή τρεις οριζόντιες. Αργότερα καθιερώθηκαν τα «γαλλικά» με τις γρίλιες. Όλα ήταν βαμμένα σε χρώματα κόκκινο-κεραμιδί, καφέ ή γκρι και δημιουργούσαν μια έντονη αντίθεση με το λευκό ασβεστωμένο σπίτι.