Η εκπαίδευση στα Σπάτα

Η γνώση για την εκπαίδευση, γενικά στα Μεσόγεια και ιδιαίτερα στα Σπάτα, κατά τον 18o και 19ο αι., παρουσιάζει κενά λόγω έλλειψης αρχειακού υλικού. Αφενός γιατί οι μαρτυρίες έσβησαν στο βάθος του χρόνου, αφετέρου γιατί το υποθηκοφυλακείο και το σχολείο του Κορωπίου καταστράφηκαν ολοσχερώς κατά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γραπτές μαρτυρίες για την ακριβή έναρξη οργανωμένης εκπαίδευσης στα Σπάτα δεν υπάρχουν, αλλά συγχωριανοί μας γεννηθέντες μετά το 1890, παρακολούθησαν μαθήματα στο Ελληνικό Σχολείο του Κορωπίου στις αρχές του 20ου αι.

Σύμφωνα με ιδιόχειρο σημείωμα του αείμνηστου δασκάλου και διευθυντή του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Σπάτων, Κωνσταντίνου Γ. Μπέκα, (1917-2007), οργανωμένη μορφή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στα Σπάτα, δημιουργήθηκε την περίοδο 1905 – 1910 και στεγάστηκε σε οίκημα όπου βρίσκεται σήμερα το Δημαρχείο της πόλης με πρώτο δάσκαλο και διευθυντή το Σπαταναίο Σπύρο Ιωάν. Γεωργάκη. Το σχολείο παρέμεινε στην ίδια θέση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, οπότε μεταφέρθηκε σε νέο κτήριο επί της οδού Κοραή. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την έρευνα του αρχειονόμου Δ. Νικολάου στο αρχείο του Δήμου Μαρκοπούλου με θέμα: «Αρχειακές μαρτυρίες για την οικονομική ζωή στο Δήμο Κρωπίας, 1900 – 1915», όπου το 1907 στα Σπάτα νοικιαζόταν ήδη ένα σπίτι για σχολείο.
Μαρτυρίες επίσης αναφέρουν πως γίνονταν μαθήματα και σε δωμάτια σπιτιών του χωριού, όπως στην οδό Γ. Καραϊσκάκη 28 ή στην οδό Ανεξαρτησίας και Δ. Σιδέρη στην περιοχή της Δεξαμενής.

Το 1912 τα Σπάτα από συνοικισμός του Δήμου Κρωπίας (Κορωπίου) αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομη Κοινότητα. Προϋπόθεση γι’ αυτή την αναγνώριση ήταν, οι κάτοικοι να υπερβαίνουν τους 300 και να λειτουργεί σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτή είναι και η πρώτη επίσημη πληροφορία για την ύπαρξη σχολικής μονάδας στα Σπάτα.

Μέχρι το 1929, τουλάχιστον, στα Σπάτα λειτουργούν δύο μονάδες πρωτοβάθμιας και μία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ημιγυμνάσιο). Τα σχολεία στα Σπάτα δεν είναι γνωστό αν ήταν ανέκαθεν μικτά, παρ’ ότι η συνεκπαίδευση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση καθιερώθηκε το 1929.
Όσα παιδιά των Σπάτων κατάφερναν να τελειώσουν το 4/τάξιο «κοινό» σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης, συνέχιζαν στην επόμενη βαθμίδα, στο 3/τάξιο Ελληνικό σχολείο του οποίου η τελευταία τάξη λεγόταν Σχολαρχείο, στο Κορωπί, τότε έδρα του Δήμου. Όσοι μαθητές τελείωναν το 6/τάξιο σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης, μπορούσαν να εγγραφούν απ’ ευθείας στην Γ΄ τάξη του Ελληνικού επίσης στο Κορωπί.
Από το 1929 η στοιχειώδης εκπαίδευση γίνεται υποχρεωτική και 6/ετής, καταργείται το Ελληνικό σχολείο και δημιουργείται 6/τάξιο Γυμνάσιο. Και πάλι όμως τα παιδιά των Σπάτων στερούνται Γυμνασίου στον τόπο τους. Αντί αυτού δημιουργείται 2/τάξιο ημιγυμνάσιο και όσοι επιθυμούσαν συνέχιζαν τη φοίτησή τους στο Γυμνάσιο Κορωπίου. Οι μαθητές διένυαν την απόσταση μέχρι το Κορωπί με τα πόδια ή με γαϊδουράκι και στην καλύτερη περίπτωση με ποδήλατο. Πολλοί νοίκιαζαν δωμάτιο ή φιλοξενούνταν σε οικογένειες του Κορωπίου και επέστρεφαν στα Σπάτα στο τέλος της εβδομάδας. Η ταλαιπωρία των παιδιών αλλά και οι οικονομικές δυσκολίες της εποχής, οδήγησαν την τοπική κοινότητα ν’ απαιτήσει τη λειτουργία παραρτήματος του Γυμνασίου Κορωπίου στα Σπάτα. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1946-1947) λειτούργησε Γυμνάσιο που στεγάστηκε στο χώρο του Κοινοτικού Γραφείου (σημερινό Δημαρχείο).
Τα λειτουργικά έξοδα καθώς και τα οδοιπορικά του εκπαιδευτικού προσωπικού κάλυπταν οι γονείς και κηδεμόνες των φοιτούντων.
Το 1963 με την υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 255/15-6-1963) ιδρύεται το 6/τάξιο Γυμνάσιο Σπάτων, που στεγάστηκε επί της οδού Στ. Μπέκα πίσω από το Δημαρχείο.
Σήμερα στα Σπάτα λειτουργούν: πέντε Νηπιαγωγεία, τρία Δημοτικά σχολεία, Γυμνάσιο και Γενικό Λύκειο.

Τα Σχολεία των Σπάτων

Α΄ Δημοτικό Σχολείο

Το ιστορικό κτήριο του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Σπάτων άρχισε να κτίζεται τη δεκαετία του 1920 και σύμφωνα με μαρτυρία στοίχισε πάνω από ένα εκατομμύριο δρχ. Είναι κτισμένο με πελεκητή πέτρα από την περιοχή Πέτρα Γιαλού των Σπάτων, την οποία μετέφεραν οι αδερφοί Μπέκα (Πανάγο Μπέκας, Τασ’ Μπέκας και Ανδρέας Μπέκας). Εγκαινιάστηκε κατά τη διάρκεια της θητείας στο Υπ. Παιδείας του Γεωργίου Α. Παπανδρέου (1930 – 1933) και επί κοινοτάρχη Σπάτων Δημητρίου Σπ. Σιδέρη.
Μετά το 1922 σε όλη την ελληνική ύπαιθρο άρχισε μία «σταυροφορία» κατασκευής σχολικών κτηρίων βασισμένη σε αρχιτεκτονικά σχέδια του αρμόδιου γραφείου του Υπουργείου Παιδείας. Παράλληλα ιδρύθηκαν ταμεία εκπαιδευτικής πρόνοιας σε κάθε δήμο ή κοινότητα που χρηματοδοτούσαν το εγχείρημα με πόρους από εράνους, τοπική φορολογία, χορηγίες, την εκκλησία και την προσωπική ή υλική προσφορά των κατοίκων. Όταν εξασφαλιζόταν ο χώρος ανέγερσης του διδακτηρίου και το αρχικό κεφάλαιο, ερχόταν το κράτος αρωγός της δαπάνης ανέγερσης με ποσοστό από 3/5 έως το 1/4 για τη αποπεράτωσή του. Το 1930 η κυβέρνηση Βενιζέλου σύναψε δάνειο με τη Σουηδία και ξεκίνησε μία νέα φάση στην ιστορία των σχολικών κτηρίων, γνωστή και σαν «πρόγραμμα Παπανδρέου». Έτσι από τον Αύγουστο του 1928 – 1932 κατασκευάστηκαν 3.167 σχολικά κτήρια και δαπανήθηκαν 1,5 δις δρχ. για την κατασκευή και αποπεράτωση διδακτηρίων σχεδιασμένων πάνω στην νεοελληνική αρχιτεκτονική και εναρμονισμένων με το εκάστοτε φυσικό περιβάλλον, ικανά να καλύψουν τις ανάγκες της εποχής.
Η κατασκευή του Α΄ Δημοτικού Σχολείου εντάσσεται σ’ αυτή την περίοδο σε χώρο που παραχωρήθηκε με ανταλλαγή από την οικογένεια του Γιαννάκου Μπέκα, σε φυσικό ύψωμα στη θέση «Πυργάρι», σημερινή οδό Αδαμ. Κοραή και με την επιβλητική του εμφάνιση ενίσχυε τον θεσμό του σχολείου.
Κατασκευάστηκε εξαρχής ως εξατάξιο διδακτήριο «τύπου» 66 και, κατά πάσα πιθανότητα, από τον αρχιτέκτονα του Υπ. Παιδείας Π. Σούρσο σε μελέτη που εκπονήθηκε το Δεκέμβριο του 192(6).

Ήταν και εξακολουθεί να είναι το περικαλλέστερο δημόσιο κτήριο της πόλης. Είναι ένα διώροφο, πέτρινο αρχιτεκτόνημα βασισμένο στη συμμετρία και την επανάληψη του σχεδίου, με μεσημβρινό προσανατολισμό, απλόχωρες ηλιόλουστες αίθουσες και μεγάλα παράθυρα, μαρμάρινες σκάλες με χειροποίητα σκαλιστά κάγκελα και ξύλινη κουπαστή. Ήταν εφοδιασμένο με όλα τα εποπτικά μέσα για τη διδασκαλία των μαθημάτων και διέθετε ειδικό χώρο για θεατρικές παραστάσεις με υπερυψωμένη σκηνή, ενώ είχε προβλεφθεί η δυνατότητα συνένωσης αιθουσών με τεράστιες πτυσσόμενες εσωτερικές πόρτες. Είχε παροχή νερού στην αυλή και αποχωρητήρια για τους μαθητές σύμφωνα με τους υγιεινιστικούς κανόνες της εποχής του.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιτάχθηκε από τις δυνάμεις κατοχής και οι μαθητές διασκορπίστηκαν σε διάφορα μικρά οικήματα και εκκλησίες όπως του Αγίου Αθανασίου.
Στις αίθουσές του φιλοξένησε εκατοντάδες παιδιά που εκεί έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα και παρά τα χρόνια του εξακολουθεί να στέκεται αγέρωχο αλλά δεν λειτουργεί πια. Έχει κριθεί διατηρητέο – μνημείο με προοπτική να στεγάσει το λαογραφικό μουσείο Σπάτων.

Πηγή:
ΕΛΕΝΗ ΚΑΛΑΦΑΤΗ
«Τα σχολικά κτήρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης 1821-1929»
Από τις προδιαγραφές στον προγραμματισμό
Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας
Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς
Αθήνα 1988

Β΄ Δημοτικό Σχολείο Σπάτων

Ο πληθυσμός του χωριού αυξανόταν με γρήγορους ρυθμούς και η ανάγκη για τη δημιουργία ενός δεύτερου δημοτικού σχολείου δεν άργησε να φανεί. Ήδη από το 1929 η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι υποχρεωτική με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο.
Ακριβής ημερομηνία για την έναρξη λειτουργίας του Β΄ Δημοτικού Σχολείου Σπάτων δεν υπάρχει. Μαρτυρίες πιστοποιούν ότι λειτούργησε λίγο πριν το 1940 και πρωτοστεγάστηκε στο παλιό σπίτι του γαιοκτήμονα Καλλιφρονά, ιδιοκτησίας Δημ. Σιδέρη και επί της ομώνυμης οδού, ως 3/θέσιο, συνδιδακτικό σχολείο.

Το 1954 παραχωρήθηκε ιδιόκτητη έκταση επί της οδού Αθηνάς, κοντά στη δεξαμενή των Σπάτων, όπου και κτίστηκε το νέο 6/τάξιο Β΄ Δημοτικό Σχολείο Σπάτων. Λειτούργησε την περίοδο 1956 – 1957 και τα εγκαίνια έκανε ο τότε υπουργός παιδείας Κων. Καλλίας.
Ο σχεδιασμός του ανήκε στην περίοδο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής των σχολικών κτηρίων που εκπονήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας μετά το 1930.

Αντιτραχωματικό Ιατρείο – Σχολείο Σπάτων

Τη δεκαετία του 1930 λειτούργησε «ειδικό» αντιτραχωματικό μονοθέσιο δημοτικό σχολείο στο ισόγειο του κοινοτικού καταστήματος Σπάτων για τα παιδιά που είχαν προσβληθεί από τράχωμα (οφθαλμική νόσος).

Α΄ Νηπιαγωγείο Σπάτων

Λειτούργησε τη σχολική χρονιά 1964 – 65 στο ισόγειο του Β΄ Δημοτικού Σχολείου Σπάτων.

Γυμνάσιο Σπάτων

Μέχρι το 1928 – 29 στα Σπάτα λειτουργούσε ημιγυμνάσιο. Πλήρες Γυμνάσιο λειτουργούσε στην έδρα του Δήμου το Κορωπί .Το 1946 – 47 κατόπιν πιέσεων των κατοίκων, λειτούργησε παράρτημα του Γυμνασίου Κορωπίου στα Σπάτα στο ισόγειο του κοινοτικού γραφείου. Το 1963 με υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 265/15-6-1963) ιδρύθηκε το 6/τάξιο Γυμνάσιο Σπάτων, που στεγάστηκε πίσω από το Δημαρχείο επί της οδού Στ. Μπέκα και λόγω έλλειψης αιθουσών και σε γειτονικά κτήρια.
Σύμφωνα με έρευνα στα αρχεία του σχολείου, που διενήργησε ο τ. φιλόλογος του Γυμνασίου Σπάτων Μιχ. Παλικισιάνος, φαίνεται ότι πρώτος Γυμνασιάρχης, που ορίστηκε με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, ήταν ο Λάζαρος Ισμυρλόγλου και ανέλαβε υπηρεσία στις 10 Σεπτεμβρίου 1963. Από τις 11 Σεπτεμβρίου άρχισαν να παρουσιάζονται οι καθηγητές. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα: Νάνος Σπυρίδων Γυμναστής, Τούντας Νικόλαος Φιλόλογος, Παπασιδέρη Αγγελική Φιλόλογος, Λεμπέσης Ιωάννης Θεολόγος κ.λ.π.
Όπως μαθαίνουμε από τα Πρακτικά του σχολείου, οι μαθητές πλήρωναν εκπαιδευτικά τέλη εγγραφής, τα οποία εισέπραττε ο καθηγητής Τούντας Νικ. και τα απέδιδε στο Δημόσιο Ταμείο Κρωπίας.
Η πρώτη σχολική εφορεία (επιτροπή) συστήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1963 με Πρόεδρο τον Γεωργούλια Ανδρέα, Ταμία τον Καλλιμάνη Ιωάννη και Γραμματέα τον Γυμνασιάρχη Ισμυρλόγλου Λάζαρο με προϋπολογισμό 90.000 δρχ. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον ακριβή αριθμό των μαθητών.
Το 1976 το Γυμνάσιο μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο νεόδμητο κτήριο επί της οδού Μυκηναϊκών Τάφων.
Με τη μεταρρύθμιση του 1976 χωρίστηκε σε Γυμνάσιο και Λύκειο και συστεγάστηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 2000.

Γενικό Ενιαίο Λύκειο Σπάτων

Το 2000 το Λύκειο, λόγω των αυξημένων αναγκών σε αίθουσες, μεταστεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτήριο πλάι στο Γυμνάσιο επί της οδού Μυκηναϊκών Τάφων και Η. Μαργέτη 2.

Σχολικά Χρόνια

Τα σχολικά χρόνια ήταν και είναι αναμφισβήτητα καθοριστικά για τη ζωή του καθενός. Αφ’ ενός γιατί η εκπαίδευση και η παιδεία, που δίνεται σ’ αυτήν την ηλικία, συμβάλλει στη διαμόρφωση και τη διάπλαση ολοκληρωμένων ατόμων με ατομική και κοινωνική εξέλιξη, αφετέρου γιατί τα σχολικά μας χρόνια ήταν και θα είναι κομμάτι της ψυχής μας.

«Μάθε παιδί μου γράμματα»

Στα δύσκολα χρόνια των στερήσεων και της φτώχιας, τότε που έλειπαν σχεδόν τα πάντα, η ελπίδα αποτυπωνόταν στην προτροπή των γονιών: «Μάθε παιδί μου γράμματα». Για να αλλάξει η μοίρα τους και να ξεφύγουν από τις επίπονες αγροτικές δουλειές, στην αρχή με δυσπιστία, αργότερα με συναίνεση ο ένας μετά τον άλλο οι γονείς εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στο δάσκαλο για «να γίνουν άνθρωποι».

Ελάτε να ζωντανέψουμε τις αναμνήσεις μας

Η σχολική αίθουσα

Η σχολική αίθουσα ήταν φωτεινή και ευρύχωρη με ξυλόσομπα στο κέντρο της. Οι γονείς και τα παιδιά φρόντιζαν για τα ξύλα φέρνοντάς τα από τα σπίτια τους.
Στο βάθος αριστερά ή δεξιά ήταν η έδρα του δασκάλου, τοποθετημένη πάνω σε βάθρο, για να ελέγχει και τα τελευταία θρανία. Φρέσκα λουλούδια για το βάζο της έδρας έφερναν κάθε μέρα οι μαθητές. Δίπλα στην έδρα ο μεγάλος μαυροπίνακας με τις κιμωλίες και το σπόγγο, ενώ πάνω απ’ αυτόν δέσποζε η εικόνα του Χριστού περιστοιχημένη από το Βασιλιά και τη Βασίλισσα. Στους γύρω τοίχους οι ήρωες της επανάστασης Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Κανάρης, Μπουμπουλίνα…
Για τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού ήταν απαραίτητο το ξύλινο αριθμητήριο με τις πολύχρωμες μπίλιες και ο χάρτης με τα γράμματα της αλφαβήτα. Χάρτες αριθμήσεως, φυτολογίας, πατριδογνωσίας, γεωγραφίας και ιστορίας άνοιγαν ανάλογα με το μάθημα. Ο δάσκαλος χρησιμοποιούσε ξύλινα σχήματα  στο μάθημα της γεωμετρίας για την κατανόηση του όγκου και του σχήματος. Τα θρανία ήταν ξύλινα, πράσινα μονοκόμματα με μια υποδοχή για να στηρίζεται το μελανοδοχείο. Οι μαθητές κάθονταν παλιότερα, έξι έξι, αργότερα τρεις τρεις, ενώ το διπλό θρανίο καθιερώθηκε με κανονισμό το 1898, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αυξημένες ανάγκες κατά περίπτωση δεν τον καταστρατηγούσαν. Ανάμεσα στα θρανία δύο ή τρεις διάδρομοι επέτρεπαν στο δάσκαλο να περιηγείται της αίθουσας, η οποία πολλές φορές είχε 40 ή και 50 μαθητές. Πολύ αργότερα στη δεκαετία του 1970 τα θρανία αντικαταστάθηκαν από μεταλλικά τραπέζια και ξύλινες καρέκλες.

«Χτυπάει το κουδούνι, γρήγορα στην τάξη»

Η καμπάνα του σχολείου … «έπαιζε» μόνο το πρωί και το απόγευμα όταν ξεκινούσαν τα μαθήματα. Ο δάσκαλος όριζε τα διαλείμματα με μια σφυρίχτρα. Αργότερα η καμπάνα αντικαταστάθηκε από το μεταλλικό κουδούνι.
Ο δάσκαλος αυστηρός, βλοσυρός και αγέλαστος τιμωρούσε με τη βίτσα (λεπτό ξύλο ελιάς) την ανυπακοή και την κακή επίδοση των μαθητών «προς συμμόρφωσιν» και παραδειγματισμό. Εξάλλου το σχολείο βασιζόταν στον ηθικοπλαστικό χαρακτήρα.
Προπολεμικά στα σχολεία λειτουργούσαν συσσίτια.  Προσφορά δωρεάν φαγητού από το κράτος στους μαθητές, όπως φασολάδα, πληγούρι, πατάτες, γάλα και τυρί. Τα συσσίτια λειτούργησαν από το 1937 – 1948.

«Τα σχολικά… ταγάρια»

Τα ταγάρια (υφαντές τσάντες) εκτός από τη μεταφορά του κολατσιού στις αγροτικές δουλειές, εξυπηρετούσαν κι άλλο σκοπό. Είχαν το ρόλο της σχολικής τσάντας. Εκεί έβαζαν τα παιδιά την πλάκα και το κοντύλι, λίγο ψωμί, ελιές και φυσικά …. τη σφεντόνα για τις τσίχλες. Το ταγάρι χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1940. Σταδιακά και ανάλογα βέβαια με την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας, αντικαταστάθηκε από τη δερμάτινη σχολική τσάντα με την αγκράφα στη μέση και δύο λουριά ή τις δύο αγκράφες. Η πλάκα και το κοντύλι αντικαταστάθηκαν από καντριγιέ τετράδια και αργότερα από τα «μισά – μισά», όλα ντυμένα με μπλέ χαρτί. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα με το νόμο ΓΣΑ΄/1907 ίσχυε το ένα και μόνο βιβλίο για κάθε τάξη. Αργότερα καθιερώθηκαν περισσότερα μαθήματα και κάθε μάθημα είχε το βιβλίο του. Ενδεικτικά αναφέρουμε βιβλία που διδάσκονταν την περίοδο 1929 – 1930:
Ιστορία (για την Τουρκοκρατία), τριγωνομετρία, γεωγραφία, πατριδογνωσία, αρχαία ελληνική μυθολογία και βέβαια ανάγνωση, αριθμητική, γραμματική και έκθεση. Αξίζει να σημειωθεί το μάθημα της καλλιγραφίας, όπου οι μαθητές χρησιμοποιούσαν μελανοδοχείο και πένα.  Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως όλα τα παλιά επίσημα χειρόγραφα είναι γραμμένα με καλλιγραφική γραφή. Τα αγόρια μάθαιναν επίσης ξυλοκοπτική ενώ τα κορίτσια κέντημα.

 

«Η σχολική ποδιά»

Οι μαθητές στις αρχές της δεκαετίας του 1920 φορούσαν γκρι η γαλάζια υφαντή πουκαμίσα και πηλίκιο. Στις μικρότερες ηλικίες συνηθιζόταν ένας τύπος ποδιάς και βέβαια τα παπούτσια ήταν πολυτέλεια, αφού είχαν μόνον ένα ζευγάρι τα «καλά». Τα μαλλιά των αγοριών ήταν κουρεμένα «γουλί», ενώ τα κορίτσια συνήθως τα έπλεκαν κοτσίδες και φορούσαν τα καθημερινά τους ρούχα σχεδόν μέχρι τις αρχές του 1950, όπου άρχισαν να ράβουν μπλέ ποδιές με άσπρο πικεδένιο ή πλεχτό γιακαδάκι. Πολύ αργότερα τη δεκαετία του 1970 έχουμε σχολική ποδιά «Τσεκλένη» αγορασμένη από το Μινιόν, ή ποδιές «Λάουρα» από το Λαμπρόπουλο.

 

«Σχολικές γιορτές»

Στις σχολικές γιορτές συμμετείχαν όλοι οι μαθητές του σχολείου, όλων των τάξεων. Με παρελάσεις στους δρόμους του χωριού και καταθέσεις στεφάνων στις εθνικές επετείους, τιμούσαν τους ήρωες της πατρίδας ντυμένοι με τις τοπικές φορεσιές. Ενώ στο χώρο του σχολείου με σκέτς και απαγγελίες αναβίωναν στιγμές της ιστορίας.

 

«Γυμναστικές επιδείξεις»

Στο τέλος της σχολικής χρονιάς κάθε σχολείο, μετά από σκληρή προετοιμασία, παρουσίαζε στο προαύλιο τις γυμναστικές επιδείξεις. Τα σχολεία συναγωνίζονταν για το αρτιότερο αποτέλεσμα ενώ η εκδήλωση τελείωνε πάντοτε με παραδοσιακούς χορούς.

 

«Σχολικές εκδρομές»

Οι εκδρομές με τους συμμαθητές, συνοδεία των δασκάλων ήταν σπάνιες. Ένας μικρός περίπατος στη φύση κοντά στο σχολείο ή σε κάποιο ξωκκλήσι ήταν η χαρά των παιδιών. Πολύ αργότερα μετά τον πόλεμο με τα συμμαχικά φορτηγά, τα οποία είχαν εγκαταλείψει στη χώρα τα βρετανικά στρατεύματα, πήγαιναν και πιο μακρινές εκδρομές, όπως στη Λούτσα ή στο Πικέρμι.

«Ο δάσκαλος του χωριού»

Οι δάσκαλοι συνήθως έμεναν σε κάποιο σπίτι ή δωμάτιο κοντά στο σχολείο, που τους είχε παραχωρηθεί δωρεάν, δεδομένου ότι οι μεταφορές ήταν από δύσκολες έως ανύπαρκτες.
Αφού ο δάσκαλος  έμενε στο χωριό, θεωρείτο χωριανός- όπως και ο ιερέας άλλωστε- οπότε είχε τη βοήθεια όλων των συγχωριανών του. Λάμβανε μέρος στα κοινά, τύγχανε του σεβασμού όλων και η γνώμη του είχε βαρύνουσα σημασία.
Οι παλιοί δάσκαλοι έδιναν την ψυχή τους κι ένα κομμάτι της ζωής τους για τους μαθητές του χωριού μας. Δικαίως ζουν στις αναμνήσεις μας. Αξέχαστοι Σπαταναίοι δάσκαλοι ήταν οι: Σπύρος Ιωάν. Γεωργάκης, Ιωάννης Σπ. Γεωργάκης, Ελένη Γ.Μπέκα, Δημήτριος Σπ.Μπέκας, Κωνσταντίνος Παν. Νικολάου, Νικόλαος Αν.Παπαχρήστου, Κωνσταντίνος Γ. Μπέκας, Ανδρέας Γεωργούλιας, Νικόλαος Γεωργάκης, Μιχαήλ Ευάγ. Μπέκας, Ευάγγελος Ιωάν. Μαργέτης, Αναστάσιος Νικ. Παπαχρήστου.
Θα ήταν άδικο όμως να ξεχάσουμε και τους δασκάλους που, ενώ δεν ήταν από τα Σπάτα, αγάπησαν τον τόπο, μα  και  οι άνθρωποι του χωριού τους θυμούνται με αγάπη και νοσταλγία. Ηλιόπουλος,Κλημεντία, Τσίχλα, Νέμεσις, Σμαρώ, Σοφία, Γαρδελίνος κ.ά.

«Το κατηχητικό σχολείο»

Τ’ απογεύματα της Κυριακής ή αμέσως μετά την Κυριακάτικη λειτουργία οι μαθητές πήγαιναν στην «Παναγία» για το κατηχητικό σχολείο. Κατηχητές ήταν συνήθως ιερείς, αλλά από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα και οι δεσποινίδες Τασούλα και Δέσποινα.
Τα παιδιά στο κατηχητικό μάθαιναν προσευχές, χριστιανικά τραγούδια, ενώ μέσα από τις παραβολές κατέληγαν στο Δίδαγμα και το Ρητό της κατήχησης, ώστε να τα εμπεδώσουν και να μην τα ξεχάσουν ποτέ.
Η μελέτη δύο θρησκευτικών περιοδικών που κυκλοφορούσαν, ήταν για τα παιδιά σχεδόν υποχρεωτική. Οι δάσκαλοι προέτρεπαν τους μαθητές να τα προμηθεύονται και να τα εντάσσουν στο εξωσχολικό τους διάβασμα. Το ένα ήταν «η Ζωή του Παιδιού» που πρωτοεκδόθηκε το 1946 και το άλλο «Προς την Νίκην» με πρώτη χρονολογία έκδοσης το 1960.

«Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός»

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός διοργάνωνε μαθήματα πρώτων βοηθειών στα σχολεία εκπαιδεύοντας τους μαθητές και εξοπλίζοντας τα φαρμακεία των σχολείων.
Οι εκπαιδευμένοι μαθητές φορούσαν το άσπρο περιβραχιό-
νιο με τον κόκκινο σταυρό και έσπευδαν να παράσχουν πρώτες βοήθειες στον πάσχοντα  συμμαθητή τους. Εκδιδόταν και περιοδικό του Ερυθρού Σταυρού το οποίο μοιραζόταν στους μαθητές.

«Προσκοπισμός»

Το 1912 με Βασιλικό διάταγμα εγκρίνεται το καταστατικό του Ομίλου «Σώμα Ελλήνων Προσκόπων», κύριος σκοπός του οποίου ήταν η ηθική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών της Ελλάδας, ώστε να καταστούν καλοί πολίτες και στρατιώτες. Η μαθητική νεολαία έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον γι’ αυτή την κίνηση, γιατί απέκτησε λίγη ελευθερία και ανέπτυξε πρωτοβουλίες έξω από τα στενά και ασφυκτικά πολλές φορές όρια της πατρικής στέγης και του σχολείου.
Στα Σπάτα το «Σώμα Ελλήνων Προσκόπων» ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1930.

«Εθνική Οργάνωση Νεολαίας»

Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.) ήταν κυβερνητική οργάνωση νέων που ιδρύθηκε από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά το 1936 και διαλύθηκε το 1941.
Σ’ αυτήν εντάχθηκαν υποχρεωτικά και οι πρόσκοποι. Η ένταξη των νέων σ’ αυτήν ήταν «αυτονόητη» σχεδόν υποχρεωτική. Η οργάνωση είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και τα μέλη της φορούσαν χαρακτηριστικές στολές σκούρου μπλε χρώματος και μπερέ, χαιρετούσαν στρατιωτικά «δια ζωηράς προτάσεως της δεξιάς χειρός τεταμένης με δακτύλους ηνωμένους και την παλάμην εις το ύψος του δεξιού οφθαλμού, κατά το πρότυπον του καθαρώς αρχαίου ελληνικού χαιρετισμού».