Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

Σ’ αυτήν την ενότητα καταγράφονται στιγμές από την καθημερινότητα των προγόνων μας.
Πώς ζούσαν, πώς περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους, πώς διασκέδαζαν, τί ονειρεύονταν.
Οι άνθρωποι είναι το επίκεντρο της έρευνάς μας.

Για τον άνδρα και τη γυναίκα του χωριού η ημέρα ξεκινούσε πριν ακόμη χαράξει. Πρώτη ξυπνούσε η ‘‘κυρά’’ του σπιτιού, που άρχιζε την ημέρα της με το άρμεγμα των ζώων. Έβραζε το γάλα για το πρωϊνό της οικογένειας και αμέσως ετοίμαζε το ταγάρι του άνδρα της που θα έφευγε για τα χωράφια.
Ο ‘‘κύρης’’ έζευε το άλογο ή το μουλάρι στη σούστα ή στο κάρο, φόρτωνε τα ανάλογα με τις εποχιακές δουλειές εργαλεία, και φρόντιζε να πάρει μαζί του τροφή για τα ζώα. Στην αυλή επικρατούσε βιασύνη και αναβρασμός, όλα έπρεπε να γίνουν στην ώρα τους, πριν ‘‘τους βρει το φως’’. ‘‘Χάιντε νίσουνι’’(άντε κουνηθείτε), φώναζε σε όλους. Στον τρύγο, στο θέρος και στο ελαιομάζωμα, η γυναίκα ακολουθούσε τον άνδρα της και το σπίτι το ‘‘κρατούσε’’ η γιαγιά και ο παππούς που έμεναν πίσω.
Η γυναίκα ήταν ταυτόχρονα ‘‘δούλα και κυρά’’, ταγμένη σ’ ένα ρόλο που είχε μάθει από μικρό κορίτσι. Η πρώτη της δουλειά ήταν ν’ ανάψει το τζάκι και να βάλει το φαγητό στον τέντζερη. Στη συνέχεια να ταΐσει τα ζώα του σπιτιού, να καθαρίσει το σταύλο και το κοτέτσι, να μαζέψει τ’ αυγά, να σκουπίσει την αυλή και το δρόμο, να φροντίσει τα λουλούδια και το λαχανόκηπο.
Το μεσημεριανό τραπέζι στρωνόταν στις δώδεκα-δωδεκάμιση, το φαγητό ήταν πρόχειρο και λιτό και συνέτρωγαν τα παιδιά, ο παππούς, η γιαγιά και η μάνα.
Η γυναίκα δεν είχε ώρα για ξεκούραση γιατί η μια δουλειά διαδεχόταν την άλλη. Η οικιακή παραγωγή προσέφερε τις αγνές πρώτες ύλες, που η άξια νοικοκυρά μετέτρεπε με την εμπειρία της και την εργατικότητά της σε τυρί, γιαούρτι, ψωμί, ζυμαρικά, τραχανά. Μόνη της αποξήραινε τα όσπρια, έφτιαχνε με διάφορους τρόπους τις βρώσιμες ελιές, αποξήραινε τα σύκα και τις σταφίδες του καλοκαιριού για να τα έχουν όλο το χρόνο. Έφτιαχνε γλυκό κρασί, ξίδι, πετιμέζι, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού.

Μια καλή νοικοκυρά ‘‘μοίραζε’’ τις δουλειές της έτσι που να τα προλαβαίνει όλα. Ζύμωνε μια φορά την εβδομάδα το ψωμί της οικογένειας και το έψηνε στο φούρνο της αυλής. Το πλύσιμο των ρούχων γινόταν μια με δυο φορές την εβδομάδα με μια διαδικασία χρονοβόρα και άκρως κοπιαστική. Στο χαγιάτι του σπιτιού, έστηνε την τσίγκινη ή την ξύλινη σκάφη και έτριβε τα ρούχα πάνω στην πλύστρα μέχρι να καθαρίσουν. Ιδιαίτερα όμως φρόντιζε τα ασπρόρουχα. Τα μούλιαζε στη σκάφη με καυτό νερό και αλισίβα που είχε πάντα έτοιμη και πράσινο σαπούνι. Μετά την πρώτη πλύση τα έβαζε στο μπουγαδοκόφινο, τους έριχνε κοσκινισμένη στάχτη και σιγά σιγά χλιαρή αλισίβα, έτσι ώστε να εμποτιστούν καλά. Τα άφηνε έτσι για αρκετή ώρα και στη συνέχεια τα ξέπλενε με άφθονο κρύο νερό. Όταν τα άπλωνε , στα σχοινιά της αυλής για να στεγνώσουν, άστραφταν πεντακάθαρα.
Αρχές καλοκαιριού, φόρτωναν τα χοντρά χειμωνιάτικα ρούχα (κουβέρτες, κουρελούδες, τσέργες, χράμια) στις σούστες, πολλές οικογένειες μαζί, και ξεκινούσαν άλλοτε για τη Λούτσα και άλλοτε για το ποτάμι στο Πικέρμι, συνδυάζοντας το πλύσιμο των ρούχων με ημερήσια εκδρομή. Μόλις έφταναν μούλιαζαν τα ρούχα στο νερό για αρκετή ώρα και στη συνέχεια τα κτυπούσαν με τον ‘‘κόπανο’’ για να καθαρίσουν χωρίς να χρησιμοποιούν σαπούνι. Στη συνέχεια τα άπλωναν για να στραγγίξουν στα σχίνα και στα πουρνάρια που υπήρχαν τριγύρω, βάζοντάς τους ενδιάμεσα κλαδιά από μύρτα για να μοσχοβολήσουν. Περιμένοντας να στεγνώσουν τα ρούχα έτρωγαν το φαγητό που είχαν φέρει μαζί τους, ενώ τα παιδιά έπαιζαν και τσαλαβουτούσαν στο νερό. Όταν σουρούπωνε έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού στο χωριό χαρούμενοι και ευχαριστημένοι.
Για το σιδέρωμα των ρούχων η νοικοκυρά χρησιμοποιούσε το μαντεμένιο σίδερο και κάρβουνα από το τζάκι. Γέμιζε την εσωτερική υποδοχή του σίδερου με κάρβουνα και το κουνούσε δεξιά αριστερά μέχρι να πυρώσει το μαντέμι. Με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια σιδέρωνε τα κεντήματα και τα λευκά κουρτινάκια του σπιτιού, που τα κολλάριζε με κόλλα από ρυζόνερο που έφτιαχνε μόνη της. Όταν η θερμοκρασία του σίδερου έπεφτε, άλλαζε τα κάρβουνα με άλλα μέχρι να τελειώσει όλα τα ρούχα.

Αργά το απόγευμα γύριζε ο άνδρας, κατάκοπος, από τη δουλειά. Ξέζευε τα ζώα και τα οδηγούσε στο σταύλο, τα πότιζε, τα τάιζε και ξεφόρτωνε από τη σούστα του τα ξύλα που είχε κόψει για το τζάκι. Σε περιόδους συγκομιδής των καρπών αποθήκευε τα στάρια, τα κριθάρια και τις ζωοτροφές στην αποθήκη. Καθάριζε το σταύλο και μάζευε σε μια άκρη την κοπριά για να την ρίξει στ’ αμπέλια, στο λαχανόκηπο και στα λουλούδια.
Η νοικοκυρά έστρωνε το βραδινό τραπέζι πριν τη δύση του ήλιου και όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το σοφρά κουβεντιάζοντας για το πώς πέρασαν τη μέρα τους και τί δουλειές έπρεπε ακόμη να γίνουν. Ο πατέρας το βραδάκι έβγαινε μια βόλτα στο καφενείο για να κουβεντιάσει τα νέα του χωριού, ή να παίξει καμμιά κολτσίνα. Αν έβρισκε παρέα, συνέχιζε την κουβέντα με μεζέ και ρετσίνα σε κάποια από τις πολλές ταβέρνες του χωριού (συνήθως Σαββατόβραδο). Δεν ήταν λίγες οι φορές που κανόνιζε με τους φίλους του να πάνε για ψάρεμα στη Λούτσα ή για κυνήγι τσίχλας και τριγονιών στις γύρω περιοχές.
Οι δουλειές της γυναίκας δεν τελείωναν ποτέ! Όταν οι άλλοι ξεκουράζονταν ή έλειπαν από το σπίτι, έβρισκε την ευκαιρία να πλέξει, να κεντήσει, να ράψει, να μπαλώσει και να υφάνει στον αργαλειό της τα ρούχα της οικογένειας και την προίκα των κοριτσιών της.
Η γυναίκα της εποχής ήταν μια ηρωίδα!

Η Κυριακή ήταν ημέρα αφιερωμένη στο Θεό και στον…εαυτό της. Πρωί πρωί με την πρώτη καμπάνα, φορούσε τα ‘‘καλά της’’ και πήγαινε στην εκκλησία. Το απόγευμα έπαιρνε τα παιδιά της και επισκεπτόταν τους γονείς της και τ’ αδέρφια της. Οι επαφές με γειτόνισσες ή φίλες ήταν ‘‘μετρημένες’’. Τα καλοκαίρια όμως, μόλις έπεφτε ο ήλιος και τελείωνε με τις δουλειές της, έπαιρνε το σκαμνάκι της ή το μαξιλάρι της και έβγαινε στη ‘‘ρούγα’’. Στο ‘‘πεζούλι’’ της αυλόπορτας μαζεύονταν όλες μαζί οι γειτόνισσες όπου συζητούσαν για τις δουλειές τους, και για τα νέα του χωριού. Σχολίαζαν, αστειεύονταν, γελούσαν και αφηγούνταν παλιές ιστορίες. Στη ‘‘ρούγα’’ ξεχνούσαν τις δυσκολίες της ζωής τους και ‘‘έσπαγαν’’ τη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους.
Ο παππούς και η γιαγιά της οικογένειας (ηλικιακά όχι πάνω από πενήντα ετών), παρότι ήταν σε θέση να προσφέρουν αρκετά, είχαν ρόλο καθαρά βοηθητικό. Συχνά ο παππούς πήγαινε από το πρωί στα χωράφια για να βοηθήσει το γιό του. Άλλες φορές κατά το μεσημεράκι, καβαλούσε το γαϊδουράκι του και του πήγαινε το φαγητό. Μάζευε άγρια χόρτα, μανιτάρια, σαλιγκάρια ή έκοβε χορτάρι για τα ζώα του σπιτιού και γυρνούσε στο χωριό. Τα απογεύματα έβγαινε στο καφενείο να δει τους φίλους του, έφερνε ψώνια στο σπίτι και κανένα λουκούμι για τα εγγόνια του.
Η γιαγιά βοηθούσε τη νύφη της στις δουλειές του σπιτιού, κρατούσε το νοικοκυριό και τα εγγόνια της, όσο η μάνα τους δούλευε στα κτήματα, έγνεθε, ύφαινε, κεντούσε.

Τα παιδιά συμμετείχαν κι αυτά στις δουλειές του σπιτιού. Τα αγόρια πολλές φορές πήγαιναν με τον πατέρα τους στα κτήματα και τον βοηθούσαν, ενώ τα κορίτσια μάθαιναν από τη μάνα το νοικοκυριό, τον αργαλειό, το κέντημα και μεγάλωναν τα μικρότερα αδέρφια τους. Οι γονείς δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν μαζί τους. Φρόντιζαν να τους παρέχουν μόνο το φαγητό και ρούχα καθαρά. Διάβαζαν μόνα τους, αφού οι περισσότεροι γονείς ήταν αγράμματοι, και κανείς δεν νοιαζόταν για την πρόοδό τους στο σχολείο. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσαν στις αλάνες παίζοντας μπάλα με τόπι από κουρέλια και περίμεναν με χαρά την Κυριακή ν’ αγοράσουν από το ψιλικατζίδικο του Λιάτση τ΄αγαπημένα τους χαρούπια.
Παρόλες τις σκληρές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής, πολλά παιδιά σπούδασαν και μορφώθηκαν. Έχοντας ως πρότυπο τους γονείς τους έγιναν τίμιοι και εργατικοί. Κυρίως όμως διατήρησαν τις ηθικές αρχές και τις αξίες που κληρονόμησαν.

Η καθημερινή ένδυση των αρχών του 20ου αι.

Μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. ό,τι φορούσαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήταν δημιουργήματα της γυναικείας αξιοσύνης στον αργαλειό που υπήρχε σε κάθε σπίτι του χωριού.
Μετά το 1920-25 άρχισαν να αγοράζουν και έτοιμα υφάσματα από την Αθήνα, ή από τους γυρολόγους που έρχονταν στο χωριό μετά από παραγγελία. Τα εμπορικά μαγαζιά του χωριού πουλούσαν κυρίως νήματα για τον αργαλειό, κλωστές για κέντημα και λίγα υφάσματα. Αργότερα στο εμπορικό της ‘‘κυρα Λένης’’ έβρισκε κανείς τα πάντα. Οι γυναίκες έραβαν μόνες τους τα ρούχα της οικογένειας από τα εσώρουχα μέχρι και τα παιδικά ρουχαλάκια. Στις μοδίστρες, οι γυναίκες και στους ραφτάδες οι άνδρες, έραβαν μόνο τα πιο καλά τους ρούχα.

Τα παιδικά ρούχα

Τα κοριτσάκια ντύνονταν μ’ ένα μακρύ, υφαντό φόρεμα σαν πουκαμίσα και το χειμώνα φορούσαν από πάνω ζακέτα ή εσάρπα πλεκτή με τις βελόνες ή το βελονάκι. Στα πόδια τους φορούσαν λευκά σοσόνια και παπούτσια ίσια με λουράκι ή μποτάκια.
Τα αγόρια ντύνονταν μ’ ένα ντρίλινο κοντό παντελόνι, πουκαμίσα του αργαλειού και πλεκτή ζακέτα ή γιλέκο για το κρύο. Μετά το 1920-25 οι μανάδες τους έραβαν παντελόνια, που έφταναν κάτω από τα γόνατα και βαμβακερά πουκαμισάκια. Ο ρουχισμός ήταν λιγοστός και πολλές φορές η μάνα έπλενε το βράδυ για να ντύσει την άλλη μέρα τα παιδιά της και να πάνε καθαρά στο σχολείο.
Πολλές φορές, πάνω από τα ρούχα, τα παιδιά φορούσαν ποδιές για να μην τα φθείρουν και να μην τα λερώνουν αφού τα είχαν ‘‘μονοφόρι’’. Στα πόδια τους φορούσαν άρβυλα, που τα έκαναν παραγγελία στον τσαγγάρη του χωριού και χοντρές πλεκτές κάλτσες. Το καλοκαίρι τριγύριζαν ξυπόλητα.

Τα γυναικεία ρούχα

Οι γυναίκες στο σπίτι ή στις ‘‘έξω δουλειές’’ (χωράφια), φορούσαν το ‘‘μισοφόρι’’, που ήταν μακριά υφαντή φούστα με σούρες, την πόλκα (είδος πουκάμισου), υφαντή ριγέ ποδιά και λευκό μαντήλι από τουλουπάνι στο κεφάλι. Το χειμώνα πάνω από τα ρούχα τους φορούσαν τη μάλλινη σιγκούνα και βαμβακερό μαντήλι.
Τα εσώρουχά τους, μάλλινα ή βαμβακερά, ανάλογα με την εποχή και υφασμένα στον αργαλειό ήταν:
To ‘‘βρακί’’, ένα είδος φουφούλας αρκετά πάνω από το γόνατο που στερεωνόταν στη μέση με κορδόνι.
Το ‘‘μπούστο’’, ήταν ο στηθόδεσμος της εποχής (κοντό ζακετάκι χωρίς μανίκια με κουμπιά στο στήθος).
Ένα είδος ‘‘πλεκτού φορέματος’’ φορούσαν κάτω από τα ρούχα τους, όπως αργότερα το κομπινεζόν, κεντημένο στον ποδόγυρο με φεστόνι.
Μετά τον πόλεμο χρησιμοποίησαν χρωματιστά υφάσματα του εμπορίου, όπως ημίλινο, χασέ, κάμποτο κ.ά , που τα στόλιζαν με δαντελίτσες και κέντημα.
Το νυχτικό, ήταν μια υφαντή πουκαμίσα με λαιμόκοψη και μακριά μανίκια, που σιγά σιγά αντικαταστάθηκε από φίνο, λεπτό ύφασμα του εμπορίου.

Τα ανδρικά ρούχα

Οι άνδρες φορούσαν μάλλινο ‘‘πανωβράκι’’ και υφαντή ριγέ πουκαμίσα μέχρι τους μηρούς ενώ το χειμώνα πάνω από τα ρούχα τους, έριχναν στους ώμους τους, υφαντή χοντρή κάπα με κουκούλα την ‘‘κατσούλα’’. Πάνω από τα παπούτσια τους φορούσαν τα ‘‘τίρκια’’ (μάλλινες περικνιμίδες του αργαλειού, που στεραιώνονταν στο πίσω μέρος με κόπιτσες).
Στο κεφάλι το χειμώνα φορούσαν ‘‘τραγιάσκα’’ ή ρεπούμπλικα και το καλοκαίρι ψάθινο καπέλο.
Λιγοστοί Σπαταναίοι φόρεσαν, για καλό ένδυμα, φουστανέλλα με λευκό πουκάμισο, σταυρωτό γιλέκο, ριγέ ζωνάρι, τίρκια και κόκκινο φέσι με φούντα. Με το πέρασμα του χρόνου, οι περισσότεροι ντύνονταν ‘‘ευρωπαϊκά’’(παντελόνι ή κοστούμι) σε αντίθεση με τις γυναίκες που διατήρησαν τον ίδιο τύπο ενδυμασίας για πολλά χρόνια.
Τα ανδρικά εσώρουχα ήταν μάλλινα ή βαμβακερά, ανάλογα με την εποχή, και τα ύφαιναν στον αργαλειό. Οι ηλικιωμένοι άνδρες φορούσαν το ‘‘σώβρακο’’ μέχρι τον αστράγαλο, ενώ οι νεότεροι μέχρι το γόνατο και τη ‘‘φανέλλα’’, μάλλινη ή βαμβακερή, με κοντό ή μακρύ μανίκι, σε χρώμα εκρού ή λευκό.
Οι άνδρες κοιμούνταν με τα εσώρουχα αφού οι βαμβακερές ριγέ πυζάμες εμφανίστηκαν στο χωριό μετά τον πόλεμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις φόρεσαν κιόλας.

Υπόδηση

Σύμφωνα με μαρτυρίες τα παπούτσια θεωρούνταν πολυτέλεια. Το ένα ή δύο ζευγάρια που είχαν απέφευγαν να τα φορούν για να μην τα…χαλάσουν!!!
Οι γυναίκες το χειμώνα στο σπίτι φορούσαν παντόφλες ή ‘‘κατσάρια’’ και το καλοκαίρι ήταν ξυπόλητες. Τα καλά τους παπούτσια ήταν από δέρμα μοσχαριού για να είναι ανθεκτικά και τα έκαναν παραγγελία στον τσαγγάρη του χωριού. Μετά το 1930, που οι μετακινήσεις προς την Αθήνα έγιναν ευκολότερες, αγόραζαν δερμάτινες γόβες με λουράκι, ή δετές με γλώσσα και κορδόνια, από γυαλιστερό δέρμα ‘‘βακέτα’’.
Οι γυναικείες κάλτσες ήταν αρχικά χοντρές, πλεκτές και αργότερα λεπτές, γυαλιστερές, λινές ανοικτού χρώματος, που τις έπλεκαν ειδικές πλέκτριες στο χωριό επί πληρωμή. Γύρω στο 1950 έκαναν την εμφάνισή τους οι νάυλον κάλτσες με ραφή.

Οι άνδρες φορούσαν στις δουλειές τους άρβυλα από δέρμα μοσχαριού, που τα κατασκεύαζε ο τσαγγάρης. Για ‘‘καλά’’ φορούσαν δερμάτινα ‘‘σκαρπίνια’’ με κορδόνια που τα αγόραζαν στα μαγαζιά της Αθήνας.
Οι κάλτσες τους ήταν μάλλινες πλεκτές και αργότερα βαμβακερές. Μετά το 1920 έδιναν νήματα και τις έπλεκε η πλέκτρια στη μηχανή.

Καλλωπισμός

Στα προπολεμικά χρόνια ο καλλωπισμός και η κόμμωση δεν ήταν στις προτεραιότητες των ανθρώπων του χωριού. Υπήρχε όμως πάντοτε η έμφυτη τάση τους προς το ‘‘ωραίο’’, το απλό, το νοικοκυρεμένο, που σε συνδυασμό με τη φυσική ομορφιά, έδινε το τέλειο αποτέλεσμα.
Για τους άνδρες και τις γυναίκες που η καθημερινή δουλειά στα χωράφια και η έκθεσή τους στον ήλιο ή στο κρύο, άφηναν τα σημάδια στα πρόσωπά τους, προτεραιότητά τους ήταν μόνο η προσωπική τους υγιεινή. Η έλλειψη ανέσεων στο σπίτι έκανε ακόμα και την προσωπική καθαριότητα δύσκολη. Συνεπώς περιοριζόταν σε εβδομαδιαία και πολλές φορές μηνιαία βάση. Το Σάββατο ήταν συνήθως ημέρα που όλη η οικογένεια έκανε το μπάνιο της, ενώ τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας έπλεναν μόνο τα χέρια και το πρόσωπο.
Πιο συγκεκριμένα, το μπάνιο της οικογένειας γινόταν στο χαγιάτι, γιατί εκεί υπήρχε το τζάκι με το καζάνι που ζέσταιναν το νερό. Έκαναν το μπάνιο τους σε μεγάλες τσίγκινες λεκάνες ή σκάφες, ή σε τσιμεντένιες γούρνες εκεί όπου έπλεναν και τα ρούχα και χρησιμοποιούσαν πράσινο σαπούνι, που παρασκεύαζε η νοικοκυρά στο σπίτι.
Τα δόντια τους τα έπλεναν με αλάτι ή μαγειρική σόδα χρησιμοποιώντας το δάκτυλο ή κάποιο αυτοσχέδιο βουρτσάκι. Μετά το 1950 εμφανίστηκε στο εμπόριο η πρώτη οδοντόκρεμα (Kolynos) και η οδοντόβουρτσα.
Το κούρεμα των μαλλιών, μέχρι το 1930, γινόταν από κάποιο μέλος της οικογένειας, συνήθως γυναίκα. Τη δεκαετία του 1930 άνοιξαν τα πρώτα κουρεία, του Κοκκίνη και του Κανόνη. Και οι δύο κουρείς δεν κατάγονταν από τα Σπάτα. Μετά τον πόλεμο άνοιξαν και άλλα κουρεία: του Περτέση, του Πέππα, του Ζώη, του Αυγερινού, του Λέκκα, του Μάρκου, του Μπέλμπα, του Μαγγανά, του Τούντα, του Σούντρη, κ. ά.
Τα μικρά αγόρια τα κούρευαν με την ψιλή μηχανή, τους άφηναν συνήθως μια φούντα μπροστά, για να λούζονται ευκολότερα και να μην κολλάνε ψείρες.

Ο καλλωπισμός των ανδρών επικεντρωνόταν κυρίως στο ξύρισμα και στη φροντίδα των μαλλιών. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αι., οι άνδρες ξυρίζονταν με το ‘‘ξυράφι’’, μια λεπίδα κοφτερή σαν μαχαίρι, που την ακόνιζαν συχνά σε πέτρα (κυρίως ελαφρόπετρα). Μετά το 1950 κυκλοφόρησαν μεταλλικές ξυριστικές μηχανές, που διευκόλυναν τη διαδικασία του ξυρίσματος, με ξυραφάκια του εμπορίου. Οι πιο διαδεδομένες μάρκες ήταν: Gillette και Astor. Δεν χρησιμοποιούσαν αφρό αλλά σαπουνάδα, που την έφτιαχναν μέσα σ’ ένα τσίγκινο δοχείο με τη βοήθεια ενός πινέλου.
Αυτό που απασχολούσε πιο πολύ τους άνδρες ήταν το μουστάκι τους, καθώς το συνδύαζαν με την ανδρική τους ταυτότητα. Οι περισσότεροι το ήθελαν πλούσιο και στριφτό στα άκρα (τσιγκελωτό). Το φρόντιζαν ιδιαίτερα και έβαζαν μια αρωματική αλοιφή (τη μαντέκα), που το έκανε εύπλαστο και ομοιόμορφο. Για το χτένισμα των μαλλιών τους χρησιμοποιούσαν λεμόνι ή ζάχαρη με νερό για να τα σκληρύνουν και να φτιάξουν ‘‘σκάλες’’ ή ‘‘κοκοράκι’’. Αργότερα προμηθεύονταν από το εμπόριο λοσιόν (το μπριγιόλ), που έκανε τα μαλλιά να γυαλίζουν ενώ τη νύχτα έβαζαν ένα‘‘φιλέ’’ ή μια γυναικεία ψιλή κάλτσα για να μην ‘‘πετάνε’’ το πρωί.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στα μαλλιά τους. Για να τα διατηρούν απαλά και γυαλιστερά, τα έλουζαν με βρόχινο νερό και αλισίβα, ενώ για να τονίζουν το χρώμα τους έβραζαν σε νερό κάστανα, ή φύλλα καρυδιάς, ή σχίνα (οι καστανομάλλες), και χαμομήλι (οι ξανθομαλλούσες). Για να ξεμπερδεύονται και να γυαλίζουν, χρησιμοποιούσαν μίγμα από νερό και ξίδι και έκαναν μάσκα μαλλιών με λάδι ελιάς.
Η γυναικεία κόμμωση μέχρι το τέλος του πολέμου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, καθώς οι περισσότερες έπλεκαν τα μαλλιά τους σε κοτσίδες και από πάνω φορούσαν τα μαντήλια. Μετά τον πόλεμο τόσο οι νεαρές όσο και οι ηλικωμένες, άρχισαν να χρησιμοποιούν ‘‘φιλέ’’ για να συγκρατούν τα μαλλιά τους μαζεμένα. Τα πρώτα φιλέ ήταν χοντρά βαμβακερά αλλά αργότερα κυκλοφόρησαν και πιο λεπτά από νάυλον.
Τα μικρά κορίτσια έπλεκαν τα μαλλιά τους σε κοτσίδες μαζί με κορδέλες για να είναι πιο σταθερά. Τις άκρες τους τις στόλιζαν με πολύχρωμους φιόγκους. Οι νεαρές κοπέλλες (κυρίως αυτές που δεν είχαν πλούσια μαλλιά), έπλεκαν τις κοτσίδες τους γύρω από το κεφάλι τους και τις στεραίωναν με φουρκέτες.
Οι αρραβωνιασμένες και οι παντρεμένες έκοβαν τα μαλλιά τους πιο κοντά και τα έπιαναν κότσο (ρολό) χαμηλά στο κεφάλι. Ένα άλλο είδος κόμμωσης ήταν το ‘‘μπομπάρι’’, που πήρε το όνομά του από το μαλακό και ευλύγιστο κοκαλάκι που τοποθετούσαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Τύλιγαν τα μαλλιά τους γύρω από το μπομπάρι, με φορά προς τα έξω, από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Τα μπροστινά μαλλιά τα έφτιαχναν ‘‘σκάλες’’ με δυο τρόπους: είτε με τα δάχτυλα, αφού πρώτα τα βουτούσαν σε χυμό από λεμόνι ή ζαχαρόνερο είτε με το ψαλίδι το οποίο πύρωναν στη φωτιά του τζακιού. Όταν τα μαλλιά ήταν πολύ ίσια χρησιμοποιούσαν κορδελάκια. Τύλιγαν τα μαλλιά τους σ’αυτά (σαν ρόλευ) και όταν στέγνωναν ήταν σγουρά. Για να διατηρήσουν την κόμμωση έφτιαχναν διάλυμα οινοπνεύματος και ρετσίνης και το χρησιμοποιούσαν σαν λακ.
Για τη βαφή των μαλλιών τους οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν ‘‘φούμο’’. Έπαιρναν ένα κομμάτι γυαλί, το κάπνιζαν με τη φλόγα ενός κεριού και έβαζαν τη μουτζούρα με τα δάκτυλά τους στους γκριζαρισμένους κροτάφους. Κάτι παρόμοιο έκαναν και με κάρβουνο. Το λείαιναν και μ΄αυτό περνούσαν τις ρίζες των μαλλιών ή τα φρύδια τους.

Η πρώτη κομμώτρια στο χωριό ήταν η Ερμιόνη του Φορτσέντη. Το 1950 άνοιξε το πρώτο κομμωτήριο της ‘‘Ζέτας’’ και ακολούθησαν της Μαρίας Δήμα, της Μαρίας του Μπαλακούτα και της Μαριάννας. Τα πιο δημοφιλή χτενίσματα ήταν το ‘‘λάχανο’’ και γύρω στο 1960 το ‘‘τσάρλεστον’’.
Μέχρι το 1950 οι περισσότερες γυναίκες δεν χρησιμοποιούσαν καλλυντικά γιατί δεν υπήρχαν. Έπλεναν το πρόσωπό τους μόνο με σαπούνι και νερό. Ορισμένες γυναίκες ωστόσο, παρασκεύαζαν αυτοσχέδιες κρέμες προσώπου στο σπίτι, τις συνταγές των οποίων κρατούσαν μυστικές. Μετά το 1950 κυκλοφόρησε στο εμπόριο η πρώτη κρέμα προσώπου (Nivea). Για το σώμα χρησιμοποιούσαν talk. Στα χέρια τους έβαζαν χυμό λεμονιού και για τα γδαρμένα και σκασμένα από τις δουλειές χέρια, παρασκεύαζαν μια θεραπευτική κρέμα από λεμόνι, γλυκερίνη και οξυζενέ.
Στο πρόσωπο έβαζαν πούδρα ‘‘Tokalon’’, που ήταν σε χάρτινο κουτάκι, στα χείλη κραγιόν κόκκινου χρώματος και μαύρο μολύβι με το οποίο έκαναν ψεύτικες ελιές και έβαφαν τα φρύδια. Μετά τον πόλεμο τα είδη καλλωπισμού οι γυναίκες τα προμηθεύονταν απ’ τον κυρ Φώτη. O γυρολόγος αυτός είχε ένα κασελάκι με θήκες, που είχαν μέσα όλων των ειδών τα προϊόντα καλλωπισμού, όπως μπριγιόλ, πούδρες, τσιμπιδάκια, φουρκέτες και κολώνιες με άρωμα λεμόνι, λεβάντα, γιασεμί, πατσουλί και φουζέρ.
Η χρήση όλων των παραπάνω, γινόταν με μέτρο και προσοχή, αφού η συντηρητική κοινωνία του χωριού δεν ‘‘άντεχε’’ την υπερβολή, που όταν συνέβαινε, χαρακτήριζε αρνητικά τις γυναίκες και έδινε αφορμή για σχολιασμό.

Ψυχαγωγία

Η ανάγκη των ανθρώπων του χωριού να ξεφύγουν για λίγο από τη σκληρή καθημερινότητα, καθώς και η ανάγκη τους για επικοινωνία, περιοριζόταν στις επαφές με συγγενείς και φίλους, στην ανταλλαγή επισκέψεων στις ονομαστικές εορτές και στις συγκεντρώσεις σε σπίτια τα Κυριακάτικα απογεύματα.

Ευκαιρίες για διασκέδαση και ψυχαγωγία είχαν:
Στους γάμους για ν’ ακούσουν μουσική και να συμμετέχουν από απόσταση σαν απρόσκλητοι παρατηρητές στο γεγονός. Στήνονταν από νωρίς, όρθιοι, γύρω από την αυλή όπου γινόταν το γλέντι ή σκαρφάλωναν στις γύρω μάντρες και παρακολουθούσαν τα συμπεθεριά να γλεντούν. Την άλλη ημέρα είχαν θέμα για συζήτηση και σχόλια, κοινώς κουτσομπολιό.
Στο πανηγύρι των πολιούχων Πέτρου και Παύλου στα τέλη του Ιουνίου, διασκέδαζαν όλοι εκτός απ’ αυτούς που είχαν πένθος. Είχαν κάνει έγκαιρα ‘‘το κουμάντο’’ τους για να βγουν αξιοπρεπείς στο πανηγύρι, να ξοδέψουν κάτι τι παραπάνω και να διασκεδάσουν. Για τρία συνεχόμενα βράδια έβγαιναν ‘‘στα όργανα’’ περιποιημένοι, καλοντυμένοι με τις οικογένειές τους, τα συμπεθεριά και τους φίλους. Άκουγαν τις μουσικές επιτυχίες της εποχής από τις λαϊκές κομπανίες, χόρευαν και γλεντούσαν.
Τα γειτονικά πανηγύρια ήταν μια καλή ευκαιρία για εκδρομή. Φόρτωναν τα απαραίτητα στις σούστες τους και παρέες παρέες ξεκινούσαν με προορισμό τη Λούτσα, την Πεντέλη, τη Μάκρη, το Μαραθώνα ακόμα και τη Μάνδρα ή την Κούλουρη. Διανυκτέρευαν στο ύπαιθρο και επέστρεφαν στο χωριό την άλλη μέρα της γιορτής ευχαριστημένοι και χαρούμενοι.
Τις Αποκριές τις περίμεναν με ιδιαίτερη χαρά. Πέρα από τις μεταμφιέσεις και τα πειράγματα, μαζεύονταν σε συγγενικά σπίτια, έβαζαν ρεφενέ (ο καθένας το φαγητό του) και γλεντούσαν με γραμμόφωνα και τραγουδούσαν μέχρι πρωίας. Εδώ ν’ αναφέρουμε ότι το πρώτο ραδιογραμμόφωνο στο χωριό ήρθε το 1933 στο καφενείο του Διαγγελάκη, όπου μαζεύονταν άνδρες κυρίως και άκουγαν εκτός από τα νέα και τις μουσικές επιτυχίες και τα ‘‘σουξέ’’ της εποχής.
Στις μεγάλες γιορτές του χρόνου όπως Χριστούγεννα, Πάσχα, Αποκριές, στηνόταν δημόσιος χορός στην πλατεία της Παναγίας ή της Κοινότητας, όπου συμμετείχαν κυρίως νέοι και νέες, όμως σιγά σιγά ατόνισε και μετά τον πόλεμο εγκαταλείφθηκε.
Τα Κυριακάτικα απογεύματα όταν άνοιγε ο καιρός, την Άνοιξη και το Καλοκαίρι, γινόταν η καθιερωμένη ‘‘βόλτα’’ στην αγορά. Κυρίως νέοι και νέες, συνοδευόμενες από συγγενείς ή μεγαλύτερα αδέρφια, έκαναν μια μεγάλη βόλτα κατά μήκος του χωριού μέχρι τα Πηγαδούλια ή ακόμα πιο πέρα μέχρι το κτήριο του Συνεταιρισμού. Στην επιστροφή κάθονταν στο καφενείο του Μάκη (απέναντι από το γήπεδο), που ήταν το μόνο όπου πήγαιναν και γυναίκες και έπαιρναν ένα γλυκό ή αναψυκτικό υπό τους ήχους της μουσικής.
Τα ‘‘μπουλούκια’’ και άλλοι περιφερόμενοι θίασοι έρχονταν συχνά στο χωριό μας. Νοίκιαζαν ένα καφενείο στην αγορά και έδιναν παράσταση την οποία όμως παρακολουθούσαν μόνο άνδρες. Παραστάσεις Καραγκιόζη δίνονταν τη δεκαετία του ’30 στη μάντρα του Στεργίου, όπου μικροί μεγάλοι έσπευδαν να τις απολαύσουν.
Το 1952 άνοιξε το REX ο πρώτος κινηματογράφος στα Σπάτα και αργότερα ο θερινός ASTORIA.

Περνώντας τα χρόνια οι συνθήκες ζωής άλλαξαν προς το καλύτερο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 παρέες Σπαταναίων άρχισαν να κατεβαίνουν στην Αθήνα για κάποια μουσική ή θεατρική παράσταση ή για διασκέδαση στα τότε κοσμικά κέντρα (την ‘‘Τριάνα του Χειλά’’ και του ‘‘Τζίμη του Χοντρού’’), υιοθετώντας έτσι πιο αστικές συνήθειες.
Για τους ανθρώπους του χωριού επειδή οι ευκαιρίες για ψυχαγωγία ήταν ελάχιστες χόρευαν, τραγουδούσαν και διασκέδαζαν με όλη τους την ψυχή. Μέχρι και σήμερα στις διηγήσεις τους τα θυμούνται, και τα επικαλούνται με νοσταλγία, καθώς είναι χαραγμένα ανεξίτηλα και ζωντανά στη μνήμη τους.