Από την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές ετοίμαζαν δίπλες και μελομακάρονα. Ζύμωναν το ψωμί του Αη Βασίλη, τη «βασιλόπιτα», και έκρυβαν μέσα μια δεκάρα για το καλό. Τη βασιλόπιτα τη στόλιζαν διαφορετικά από το ψωμί των Χριστουγέννων. Χώριζαν την επιφάνειά της με σταυρό από ζυμάρι σε τέσσερα τμήματα, που στο καθένα σχημάτιζαν, ξανά με ζυμάρι, διάφορες εικόνες: ένα σπίτι για την υγεία της οικογένειας, αμπελόφυλλα και τσαμπιά σταφύλια για καλή σοδειά στον τρύγο, στάχυα για ευκαρπία και ένα βοσκό με πρόβατα για την υγεία των ζώων.
Την παραμονή από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ τα παιδιά έψαλλαν το:
«Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά, εκκλησιά με τ’ Άγιο θρόνο…»
Κατά τη διάρκεια της κατοχής και ειδικότερα το 1941-42 όταν ο βασιλιάς Γεώργιος βρισκόταν στο Κάιρο, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνδρες έψαλλαν:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, που ‘ναι ο βασιλιάς
που ‘ναι ο βασιλιάς ο Γεώργιος.
Είναι στο Κάιρο μακριά, με της Ελλάδας τα παιδιά,
είναι εκεί και πολεμάνε και τους Γερμανούς νικάνε.
Θα έρθω στο παλάτι μου, να βάλω τ’ ασπρογάντι μου,
σημαία να σηκώσω και να σας και να σας ελευθερώσω…»
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα το βράδυ της παραμονής λεγόταν από μεγάλους το αρβανίτικο καλημέρι που άρχιζε με το στίχο:
Μίσε να βίνιε βίτηρι (καλώς να έρθει ο καινούργιος χρόνος)
μίσε τ να πιλκιένιε (καλώς να μας γλυκάνει)