Βάπτιση
Σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από τη γέννηση των παιδιών γινόταν η βάπτισή τους. Η βρεφική θνησιμότητα, εξαιτίας της ανύπαρκτης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της έκθεσης των μωρών στις σκληρές συνθήκες της υπαίθρου, γιατί οι μάνες αναγκάζονταν να παίρνουν τα μωρά μαζί τους στις αγροτικές δουλειές κυρίως όσο τα θήλαζαν, έκανε επιτακτική τη συντόμευση της βάπτισης. Δεν ήθελαν «να πάει το παιδί αλάδωτο» όπως έλεγαν. Αν κάποιο μωρό αρρώσταινε βαριά το βάπτιζαν στον αέρα (αεροβάπτισμα) και αν διέφευγε τον κίνδυνο ακολουθούσε βάπτιση στην κολυμπήθρα.
Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. η βάπτιση γινόταν στο σπίτι και αργότερα στην εκκλησία.
Το έθιμο ήθελε για νονό του πρώτου παιδιού τον κουμπάρο που είχε στεφανώσει το ζευγάρι. Για τα επόμενα παιδιά, που συνήθως ήταν πολλά, επέλεγαν ελεύθερα όποιον νονό ήθελαν.
Ο νονός «καπάρωνε» το μωρό αμέσως μετά τη γέννησή του, ασημώνοντάς το με χρυσή λίρα ή με ασημένιο νόμισμα από την παραδοσιακή φορεσιά. Επιλογή για το όνομα του παιδιού δεν υπήρχε. Στα πρώτα παιδιά (αγόρι ή κορίτσι) δινόταν το όνομα των παππούδων από την πλευρά του πατέρα. Στα υπόλοιπα παιδιά είχαν σειρά οι γονείς της νύφης.
Αρκετές φορές δινόταν το όνομα κάποιου στενού συγγενούς της οικογένειας που είχε πεθάνει νέος, ή είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Αν το «είχαν τάξει» έδιναν το όνομα του Αγίου στον οποίο είχαν κάνει το τάμα.
Πριν το 1920 και οι δύο γονείς του μωρού δεν παρευρίσκονταν στην εκκλησία την ώρα του μυστηρίου. Αργότερα, σύμφωνα με μαρτυρίες, πήγαινε μόνο ο πατέρας. Μια συνήθεια που κράτησε μέχρι τα μέσα του 1950.
Έξω από την εκκλησία περίμεναν τα πιτσιρίκια της γειτονιάς και μόλις ο νονός «έβγαζε» το όνομα, ο πατέρας του μωρού πετούσε κέρματα στο προαύλιο της εκκλησίας. Τα πιτσιρίκια έτρεχαν να τα μαζέψουν και τρέχοντας πήγαιναν στο σπίτι να πουν το όνομα και να εισπράξουν χαρτζιλίκι και από τη μητέρα του μωρού.
Τα δώρα του νονού ήταν ο σταυρός και τα βαπτιστικά ρούχα.
Μετά το μυστήριο γύριζαν σπίτι, ο νονός παρέδιδε το νεοφώτιστο στη μητέρα του με τα εξής λόγια: «Σου το παραδίδω μυρωμένο, βαπτισμένο και από το Θεό παραδομένο. Να το φυλάς δώδεκα χρόνια από γκρεμό, φωτιά, νερό και το κακό το μάτι..» Η μάνα έκανε τρεις μετάνοιες, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά της.
Ακολουθούσε τραπέζι και γλέντι μεγάλο, αν το παιδί ήταν αγόρι και έπαιρνε το όνομα του παππού!
Σύμφωνα με την παράδοση το νεοβαπτισμένο κοιμόταν για τρεις ημέρες με τα ρουχαλάκια «του λαδιού» (φανελάκι, βρακάκι και σκουφάκι). Την τρίτη ημέρα έκαναν μπάνιο το παιδί και έπλεναν τα ρούχα του λαδιού στη θάλασσα για να πάρουν το λάδι τα «σαράντα κύματα» όπως έλεγαν.
Για τρεις συνεχόμενες Κυριακές, μετά τη βάπτιση, ο νονός πήγαινε το βαπτιστήρι του, ντυμένο με τα βαπτιστικά του ρούχα και τη λαμπάδα, στην εκκλησία να το κοινωνήσει συνοδευόμενος από τη μητέρα του μωρού. Μετά την τρίτη φορά άφηναν τη λαμπάδα στην εκκλησία για να καεί όλη.
Κάθε Πάσχα, μέχρι τα δώδεκα χρόνια του παιδιού, ο νονός του πήγαινε το κερί της Λαμπρής και την κοσόνα (λαμπρόψωμο). Μετά το 1960 τη λαμπάδα, το τσουρέκι, το σοκολατένιο αυγό και παπούτσια.
Όταν το παιδάκι έπεφτε και κτυπούσε συνήθιζαν να λένε ότι : «ο νονός χρωστάει κουλούρι» και όταν το παιδάκι πνιγόταν του έλεγαν «ο νονός, ο νονός» για να το παραπλανήσουν ότι έρχεται ο νονός με δώρα.
Στα τρία χρόνια του παιδιού συνηθιζόταν «ν’ αλλάζει» ο νονός το βαπτιστήρι. Του αγόραζε δηλαδή μια πλήρη αλλαξιά (εσώρουχα, κάλτσες, παπούτσια, κοστουμάκι για τα αγόρια και φόρεμα για τα κορίτσια). Ο νονός δεν ξεχνούσε το βαπτιστήρι του. Του πρόσφερε δώρα τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στη γιορτή του (τα γενέθλια δεν γιορτάζονταν).
Με τη βάπτιση, το νεογέννητο έμπαινε «μυρωμένο» και «αγιασμένο» στο δρόμο του Θεού και της κοινωνίας.
«Να ζήσεις χρόνους εκατό, ν’ ασπρίσεις να γεράσεις
να γίνεις άνθρωπος σωστός, και γράμματα να μάθεις».