ΕΘΙΜΑ ΓΕΝΝΑΣ, ΛΟΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΗΣ

Γέννα-Λοχεία

Περίπου ένα χρόνο μετά το γάμο του ζευγαριού συγγενείς, φίλοι και γείτονες άρχιζαν να ρωτούν τα πεθερικά και τους γονείς αν η νύφη είναι έγκυος. Ανησυχία και περιέργεια τους κατέτρωγε. Θα γεννούσε όπως τα είχαν χρονικά υπολογίσει, ή το παιδί θα ήταν «πρωϊμάδι» (είχε συλληφθεί πριν το γάμο;).
Το κουτσομπολιό φούντωνε όταν περνούσαν τα χρόνια και το ζευγάρι δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Η ατεκνία ήταν αναπηρία και ντροπή για τη γυναίκα και τους γονείς της. Την έλεγαν «στέρφα». Φυσικά ούτε λόγος ότι μπορεί να έφταιγε ο άνδρας. Αυτό δεν περνούσε καθόλου από το μυαλό τους.
Όταν γινόταν το προξενιό πρόσεχαν πάρα πολύ κάποια χαρακτηριστικά της κοπέλας όπως να είναι ψηλή, γερή («νταρντάνα») με φαρδιά λεκάνη, χοντρό καρπό και τριχωτή για να είναι σίγουροι ότι θα κάνει πολλά και γερά παιδιά.
Σε περίπτωση στειρότητας κατέφευγαν σε πρακτικά μέσα όπως βότανα και ματζούνια και τοποθετούσαν στην κοιλιά διάφορα αποτροπαϊκά σύμβολα όπως τη ζώνη της Παναγίας, κλειδωνιά, αιματίτη και άλλα.
Έταζαν στην Παναγιά ή σε κάποιον Άγιο να τους βοηθήσει κι αυτοί σε αντάλλαγμα βάφτιζαν το παιδί τους με το όνομα του Αγίου.
Ύστατη λύση να «πάρουν» ένα παιδί από τα πολλά που είχε ο αδελφός τους, ή η αδελφή τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο η περιουσία τους πήγαινε σε «δικό τους αίμα» και όχι σε «ξένο». Μετά το 1960 άρχισαν να γίνονται επίσημα υιοθεσίες.

Οι γυναίκες στο χωριό, μέχρι και τα μέσα του 20ου αι., γεννούσαν στο σπίτι γιατί θεωρούσαν τη γέννα σαν φυσιολογικό γεγονός και το αντιμετώπιζαν με θάρρος μόνες, ή με τη βοήθεια της μάνας, ή της πεθεράς. Σε δύσκολες περιπτώσεις φώναζαν την «πρακτική» (μαμή), που ασκούσε καθήκοντα μαίας. Η βρεφική θνησιμότητα ήταν συνηθισμένη και δεν ήταν λίγες οι φορές που στη γέννα πέθαιναν και η μάνα και το βρέφος. Οι γυναίκες δούλευαν σκληρά στα χωράφια μέχρι και τον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης. Μαρτυρίες αναφέρουν πως όταν τις έπιαναν οι πόνοι στα χωράφια, ή στο δρόμο, γεννούσαν επί τόπου.
Έκοβαν τον ομφάλιο λώρο με πέτρα, ή μαχαίρι, τύλιγαν πρόχειρα το μωρό στην ποδιά τους και πήγαιναν στο σπίτι όπου οι δικοί της άνθρωποι φρόντιζαν εκείνη και το μωρό.
Η χαρά στην οικογένεια ήταν μεγάλη όταν γεννιόταν αγόρι και λιγότερη ή καθόλου όταν γεννιόταν κορίτσι. Το αγόρι, κυρίως το πρώτο, θα κρατούσε το όνομα και έτσι θα συνεχιζόταν η διαδοχή του σογιού, θα δούλευε τη γη και θα βοηθούσε στην οικιακή οικονομία. Αντίθετα το κορίτσι ήθελε προίκα, ήταν ένα «γραμμάτιο» που έπρεπε να εξοφληθεί.

«Από τούτα τα παιδιά
να’χα καμιά δεκαριά
κι απ’ τις τσούπρες τις κακές
μέσα στις φραγκοσυκιές».

Το νεογέννητο το έπλεναν με πράσινο σαπούνι σε τσίγκινη σκάφη, ή λεκάνη και έριχναν στο νερό ένα κλειδί για να γίνει «σιδερένιο». Το τύλιγαν σφιχτά με πάνες, από υπόλοιπα χρησιμοποιημένων ρούχων, και από πάνω περνούσαν σφιχτοδεμένη φασκιά (λωρίδα υφάσματος), για περίπου ένα χρόνο. Έτσι θεωρούσαν ότι τα παιδιά θα γίνονταν λυγερόκορμα και με ίσια πόδια. Την τρίτη ημέρα από τη γέννα πίστευαν πως οι τρεις μοίρες θα επισκέπτονταν το μωρό γι’ αυτό ετοιμάζονταν πυρετωδώς. Έπλεναν το μωρό, έφτιαχναν τηγανίτες, συγύριζαν το δωμάτιο και τοποθετούσαν το «σοφρά» (μικρό, χαμηλό, στρογγυλό τραπέζι) στη μέση του δωματίου με τρία σκαμνάκια γύρω του. Πάνω του έβαζαν τις τηγανίτες (λουκουμάδες), ένα βάζο με πετιμέζι ή μέλι, ξερά σύκα και σταφίδες για να γλυκάνουν και να καλοπιάσουν τις μοίρες ώστε να δώσουν «καλή τύχη» στο νεογέννητο.
Η λεχώνα για σαράντα ημέρες έμενε κλεισμένη στο σπίτι γιατί σύμφωνα με τις αντιλήψεις ήταν ευάλωτη στα κακά πνεύματα και στη μαγεία και δεν δεχόταν επισκέψεις αργά το βράδυ. Τα πλυμένα ρουχαλάκια του μωρού τα μάζευαν από το σχοινί, που ήταν απλωμένα, πριν τη δύση του ηλίου. Τα λιβάνιζαν και τα αποστείρωναν με το σίδερο του κάρβουνου.
Στις σαράντα ημέρες η λεχώνα με το μωρό πήγαινε στην εκκλησία, συνοδευόμενη από την πεθερά της, για «να πάρει την ευχή» από τον παπά. Σύμφωνα με το τυπικό ο ιερέας, αν ήταν αγόρι το έβαζε στο ιερό και το περνούσε γύρω από την Αγία Τράπεζα, αν ήταν κορίτσι έδινε την ευχή στην Ωραία Πύλη.

Στους τρεις μήνες χάραζαν το μωρό με ξυραφάκι στην πλάτη, στον πωπό και στις γάμπες για να φύγει το «παλιό αίμα». Στα κορίτσια «έστυβαν» το στήθος για να κάνουν θηλές, τα έβαζαν να καθίσουν με τον πωπό από μικρά για να φαρδύνει η λεκάνη και να έχουν αργότερα εύκολες γέννες και αλάτιζαν τις κλειδώσεις τους.
Οι άνθρωποι του χωριού πίστευαν πολύ στις δεισιδαιμονίες και το «κακό μάτι» γι’ αυτό έβαζαν στο προσκεφάλι του μωρού διάφορα φυλαχτά όπως λίγο αγιασμένο ψωμάκι, τίμιο ξύλο, εικονίτσες κ.α. Μέχρι να τα βαπτίσουν κρεμούσαν στα ρουχαλάκια τους ματάκι με γαλάζια χάνδρα για τη βασκανία και τα ξεμάτιαζαν συχνά.
Το βρέφος τρεφόταν αποκλειστικά από τη μητέρα του για περίπου ένα χρόνο. Αν παρουσιαζόταν πρόβλημα στη μητέρα όπως έλλειψη γάλακτος, αρρώστια, ή θάνατος, το μωρό αναλάμβανε να το θηλάσει άλλη γυναίκα που είχε γεννήσει πρόσφατα (παραμάνα – ψυχομάνα) ενώ μετά τον αποθηλασμό τα παιδιά τρέφονταν με γάλα από τα κατοικίδια ζώα.
Τα προβλήματα υγείας του μωρού (πονάκια) τ’ αντιμετώπιζαν με βότανα από τη φύση όπως χαμομήλι για τα έντερα, τίλιο, ή γλυκάνισο για να ηρεμούν, για να κοιμούνται «γκιούμσι» (είδος χόρτου) και ρυζόνερο για τη διάρροια. Το γάλα της γαϊδούρας ήταν το φάρμακο για τον κοκκίτη ενώ στα συγκάματα, που προκαλούσαν τα «βρακώματα» (πανιά από λωρίδες υφασμάτων σε δεύτερη ή πολλές φορές και τρίτη χρήση), έβαζαν λάδι. Στις εξόδους του μωρού το τύλιγαν με τις «καλές» λευκές πάνες με μπιμπίλα (λεπτή δαντελίτσα). Τα σεντονάκια και τα χραμάκια του ύπνου τα ύφαιναν στον αργαλειό. Μετά το 1960 αγόραζαν λευκό ύφασμα, χασέ, έραβαν και κεντούσαν σεντονάκια, μαξιλαράκια ύπνου και φιγούρας. Έπλεκαν ζακετάκια, καλτσάκια, σκουφάκια και κουβερτούλες με τις βελόνες και το βελονάκι και έραβαν ποδίτσες για αγόρια και κορίτσια που τις φορούσαν πάνω από τα ρούχα τους για να μην τα φθείρουν.
Η κούνια των μωρών ήταν ξύλινη και χαμηλή με καμπυλωτά πόδια για να μπορεί η μάνα να κουνάει το μωρό. Μετά το 1950 αντικαταστάθηκε από μεγαλύτερη, σιδερένια καγκελωτή που τη στόλιζαν με όμορφα κεντητά σεντονάκια και μαξιλάρια. Στο κεφαλάρι της έδεναν μ’ έναν όμορφο φιόγκο την εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας κι ένα γαλάζιο ματάκι.
Αρκετές από τις γυναίκες του χωριού μας μόλις «σαράντιζαν» ακολουθούσαν τον άνδρα τους στις αγροτικές δουλειές κυρίως στον τρύγο και στο θέρος.
Επειδή θήλαζαν έπαιρναν τα παιδιά μαζί τους και τα κοίμιζαν πάνω στο σαμάρι του γαϊδουριού κάτω από το πεύκο.

Όταν απογαλακτίζονταν έμεναν με τη γιαγιά («πλιάκα» αρβ.) στο σπίτι. Η γιαγιά ήταν η δεύτερη μάνα. Αυτή τα πρόσεχε, τα ταχτάριζε, τα νανούριζε.

«Το παιδάκι μου το ρούσο
θα το πλύνω, θα το λούσω
να το στείλω στη δασκάλα
να’ ναι πιο όμορφο απ’ τ’ άλλα»
(μαρτυρία Καλομοίρα Δήμα)

«Ταρ και τάρι μου
ήλιε και φεγγάρι μου
ήλιε και αστέρι μου
κι άσπρο περιστέρι μου»
(μαρτυρία Σοφία Αποσπόρη)

Βάπτιση

Σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από τη γέννηση των παιδιών γινόταν η βάπτισή τους. Η βρεφική θνησιμότητα, εξαιτίας της ανύπαρκτης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της έκθεσης των μωρών στις σκληρές συνθήκες της υπαίθρου, γιατί οι μάνες αναγκάζονταν να παίρνουν τα μωρά μαζί τους στις αγροτικές δουλειές κυρίως όσο τα θήλαζαν, έκανε επιτακτική τη συντόμευση της βάπτισης. Δεν ήθελαν «να πάει το παιδί αλάδωτο» όπως έλεγαν. Αν κάποιο μωρό αρρώσταινε βαριά το βάπτιζαν στον αέρα (αεροβάπτισμα) και αν διέφευγε τον κίνδυνο ακολουθούσε βάπτιση στην κολυμπήθρα.

Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. η βάπτιση γινόταν στο σπίτι και αργότερα στην εκκλησία.
Το έθιμο ήθελε για νονό του πρώτου παιδιού τον κουμπάρο που είχε στεφανώσει το ζευγάρι. Για τα επόμενα παιδιά, που συνήθως ήταν πολλά, επέλεγαν ελεύθερα όποιον νονό ήθελαν.
Ο νονός «καπάρωνε» το μωρό αμέσως μετά τη γέννησή του, ασημώνοντάς το με χρυσή λίρα ή με ασημένιο νόμισμα από την παραδοσιακή φορεσιά. Επιλογή για το όνομα του παιδιού δεν υπήρχε. Στα πρώτα παιδιά (αγόρι ή κορίτσι) δινόταν το όνομα των παππούδων από την πλευρά του πατέρα. Στα υπόλοιπα παιδιά είχαν σειρά οι γονείς της νύφης.
Αρκετές φορές δινόταν το όνομα κάποιου στενού συγγενούς της οικογένειας που είχε πεθάνει νέος, ή είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Αν το «είχαν τάξει» έδιναν το όνομα του Αγίου στον οποίο είχαν κάνει το τάμα.
Πριν το 1920 και οι δύο γονείς του μωρού δεν παρευρίσκονταν στην εκκλησία την ώρα του μυστηρίου. Αργότερα, σύμφωνα με μαρτυρίες, πήγαινε μόνο ο πατέρας. Μια συνήθεια που κράτησε μέχρι τα μέσα του 1950.
Έξω από την εκκλησία περίμεναν τα πιτσιρίκια της γειτονιάς και μόλις ο νονός «έβγαζε» το όνομα, ο πατέρας του μωρού πετούσε κέρματα στο προαύλιο της εκκλησίας. Τα πιτσιρίκια έτρεχαν να τα μαζέψουν και τρέχοντας πήγαιναν στο σπίτι να πουν το όνομα και να εισπράξουν χαρτζιλίκι και από τη μητέρα του μωρού.

Τα δώρα του νονού ήταν ο σταυρός και τα βαπτιστικά ρούχα.
Μετά το μυστήριο γύριζαν σπίτι, ο νονός παρέδιδε το νεοφώτιστο στη μητέρα του με τα εξής λόγια: «Σου το παραδίδω μυρωμένο, βαπτισμένο και από το Θεό παραδομένο. Να το φυλάς δώδεκα χρόνια από γκρεμό, φωτιά, νερό και το κακό το μάτι..» Η μάνα έκανε τρεις μετάνοιες, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά της.
Ακολουθούσε τραπέζι και γλέντι μεγάλο, αν το παιδί ήταν αγόρι και έπαιρνε το όνομα του παππού!
Σύμφωνα με την παράδοση το νεοβαπτισμένο κοιμόταν για τρεις ημέρες με τα ρουχαλάκια «του λαδιού» (φανελάκι, βρακάκι και σκουφάκι). Την τρίτη ημέρα έκαναν μπάνιο το παιδί και έπλεναν τα ρούχα του λαδιού στη θάλασσα για να πάρουν το λάδι τα «σαράντα κύματα» όπως έλεγαν.
Για τρεις συνεχόμενες Κυριακές, μετά τη βάπτιση, ο νονός πήγαινε το βαπτιστήρι του, ντυμένο με τα βαπτιστικά του ρούχα και τη λαμπάδα, στην εκκλησία να το κοινωνήσει συνοδευόμενος από τη μητέρα του μωρού. Μετά την τρίτη φορά άφηναν τη λαμπάδα στην εκκλησία για να καεί όλη.
Κάθε Πάσχα, μέχρι τα δώδεκα χρόνια του παιδιού, ο νονός του πήγαινε το κερί της Λαμπρής και την κοσόνα (λαμπρόψωμο). Μετά το 1960 τη λαμπάδα, το τσουρέκι, το σοκολατένιο αυγό και παπούτσια.
Όταν το παιδάκι έπεφτε και κτυπούσε συνήθιζαν να λένε ότι : «ο νονός χρωστάει κουλούρι» και όταν το παιδάκι πνιγόταν του έλεγαν «ο νονός, ο νονός» για να το παραπλανήσουν ότι έρχεται ο νονός με δώρα.
Στα τρία χρόνια του παιδιού συνηθιζόταν «ν’ αλλάζει» ο νονός το βαπτιστήρι. Του αγόραζε δηλαδή μια πλήρη αλλαξιά (εσώρουχα, κάλτσες, παπούτσια, κοστουμάκι για τα αγόρια και φόρεμα για τα κορίτσια). Ο νονός δεν ξεχνούσε το βαπτιστήρι του. Του πρόσφερε δώρα τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στη γιορτή του (τα γενέθλια δεν γιορτάζονταν).
Με τη βάπτιση, το νεογέννητο έμπαινε «μυρωμένο» και «αγιασμένο» στο δρόμο του Θεού και της κοινωνίας.

«Να ζήσεις χρόνους εκατό, ν’ ασπρίσεις να γεράσεις
να γίνεις άνθρωπος σωστός, και γράμματα να μάθεις».