Οι νεόνυμφοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι ανάμεσα στους κουμπάρους, τους γονείς και τους ηλικιωμένους συγγενείς. Το χορό άνοιγε ο κουμπάρος που χόρευε το γαμπρό και τη νύφη, ακολουθούσε ο πατέρας και οι συγγενείς.
«Ένα τραγούδι θα σας πω
μ’ όλο μου το θάρρος
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
να ζήσει κι ο κουμπάρος.»
Στα τραπέζια υπήρχε άφθονο φαγητό, κρέας με πατάτες στο φούρνο, σαλάτες, τυριά, κρασί και τα όργανα έπαιζαν μέχρι τα ξημερώματα. Το γλέντι κρατούσε μέχρι και τρεις ημέρες. Την ημέρα στα χωράφια και τα βράδια επέστρεφαν για να συνεχίσουν το γλέντι. Όσοι δεν ήταν καλεσμένοι, σκαρφάλωναν στις γύρω μάντρες και συμμετείχαν στο γλέντι, έστω και από μακριά. Τέτοια γεγονότα περίμεναν για να ξεφύγουν λίγο από τη σκληρή καθημερινότητα και να διασκεδάσουν. Πρώτοι αποχωρούσαν από το γλέντι οι συγγενείς της νύφης τραγουδώντας:
«Καληνύχτα λοιπόν σου αφήνω
εις την κλίνην που μένεις Θεά
μια χάρη ζητώ από σένα
να με θυμάσαι κι εμένα καμιά φορά.»
Το επόμενο πρωί δύο νέοι κρατώντας μακρύ καλάμι, συνοδεία οργάνων, περνούσαν από τα σπίτια των συγγενών και έπαιρναν ζωντανές κότες, τις έδεναν στο καλάμι και τις πήγαιναν για μαγείρεμα στις γυναίκες του σπιτιού. Το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού όλοι μαζί έτρωγαν ζεστή κοτόσουπα, «βάλσαμο» για το ξενύχτι. Το τριήμερο, πολλές φορές, γλέντι τελείωνε με τις ευχές για «βίο ανθόσπαρτο και καλά γεράματα».
Τη δεύτερη Κυριακή μετά το γάμο η πεθερά συνόδευε το ζευγάρι στην εκκλησία και έβαζε τη νύφη να καθίσει στο στασίδι που καθόταν η ίδια. Ακολουθούσε επίσκεψη στο πατρικό σπίτι της νύφης και το πρώτο τραπέζι στο νιόπαντρο ζευγάρι από τους γονείς της. Η νύφη έδινε στους δικούς της μικρά δώρα (παντόφλες, κάλτσες, πουκάμισο στον πατέρα της κ.α.), ενώ για ένα χρόνο το ζευγάρι δεν πήγαινε σε άλλο γάμο ή κηδεία.