Η γιαγιά Σοφία Ευστ. Αποσπόρη, ή κυρα «Στάθαινα» όπως είναι γνωστή στο χωριό, μας ζήτησε να καταγράψουμε εκ μέρους της κάποιες «συνταγές» για να μην χαθούν στο χρόνο.
Δεχτήκαμε με χαρά γιατί πιστεύουμε ότι θα μας είναι πολύ χρήσιμες για το μέλλον!!
Πρόσκληση στην παρουσίαση του ιστορικού Δημοτικού σχολείου Σπάτων
Στο 1ο&5ο Δημοτικά σχολεία της Αρτέμιδας
Πασχαλινές Ευχές 2024
Ο Σύλλογος στο ΓΕΛ Σπάτων
«Της χειρός» Κεντήματα από προίκες των Σπάτων
«Εν Εκκλησίαις Ευλογείτε τον Θεόν»
Γιατί οι Γύφτοι κι οι Αρβανίτες δεν έχουν γράμματα
Ο Θάνατος της κοινής λογικής
Σπάτα: η συγκρότηση μιας Κοινότητας
H γιαγιά Σοφία θυμάται…
«Εκείνα τα χρόνια ζυμώναμε μια και δυο φορές την εβδομάδα από πέντε περίπου καρβέλια κάθε φορά. Η οικογένεια ήταν μεγάλη και τα παιδιά πολλά. Έπρεπε να φάνε. Σε πολλά σπίτια υπήρχαν και εργάτες ειδικά στη μουστιά και στις ελιές.
Για να γίνει ωραίο το ψωμί έπρεπε να «πιαστεί» με προζύμι.
Το πρώτο προζύμι το «πιάναμε» τη μέρα της γιορτής του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου.
Με αλεύρι σταρένιο δικό μας και νερό φτιάχναμε μια «μπάλα» σαν πορτοκάλι και το βάζαμε σε πήλινο δοχείο ειδικό για το προζύμι. Βάζαμε και τα κλωνάρια του βασιλικού από πάνω σε σχήμα σταυρού, το σκεπάζαμε από πάνω με την καρώ υφαντή πετσέτα και το αφήναμε σε μέρος ζεστό και υγρό.
Την άλλη μέρα του ρίχναμε λίγο αλεύρι και χλιαρό νερό, το ξαναζυμώναμε και το αφήναμε στην άκρη.
Την τρίτη μέρα το ζυμάρι άρχιζε «να παίρνει» (να φουσκώνει). Κάναμε πάλι το ίδιο.
Την τέταρτη μέρα ήταν έτοιμο. Αφήναμε λίγο στο βάζο και με το υπόλοιπο ζυμώναμε. Με την πρώτη ζύμη, πάντα «βγάζαμε» το πρόσφορο για την εκκλησία και μετά τα ψωμιά.
Όταν ξαναζυμώναμε, ρίχναμε στο φυλαγμένο προζύμι λίγο νερό και αλεύρι, τόσο όσο να γίνει ένας πηχτός χυλός, και το αφήναμε στη λεκάνη όλη τη νύχτα.
Την άλλη μέρα «σούρπα» (πολύ πρωί) σηκώναμε τα μανίκια και αρχίζαμε το ζύμωμα. Σε πήλινη ή ξύλινη σκάφη ρίχναμε το αλεύρι κοσκινισμένο από τη σίτα, ανοίγαμε μια λακούβα στη μέση και ρίχναμε το χυλωμένο προζύμι, αλάτι, γλυκάνισο ή μαστίχα.
Το ζύμωμα ήθελε γερή μέση και δυνατά χέρια, δεν μπορούσες αλλιώς να ζυμώσεις τόσο πολύ ζυμάρι.
Όταν τέλειωνε το ζύμωμα, κρατάγαμε λίγο ζυμάρι για να έχουμε προζύμι για την άλλη φορά.
Στρώναμε στην πανικοτιά τη «μ(ε)σάλα» (στενόμακρη υφαντή πετσέτα) και χωρίζαμε το ζυμάρι σε κομμάτια και τα ρίχναμε στην πανικοτιά.
Βάζαμε την πανικοτιά στο ντιβάνι και τη σκεπάζαμε με κουβέρτες και κάνα χράμι για να ζεσταθεί και «ν’ ανέβει».
Στο μεταξύ είχαμε «κάψει» το φούρνο, που είχαν όλα τα σπίτια στο πίσω μέρος της αυλής, με κληματσίδες. Μόλις τα ψωμιά «ερχόντουσαν» (φούσκωναν), τα βάζαμε στο φτυάρι και τα ρίχναμε στο φούρνο, αφού κάναμε τα κάρβουνα στην άκρη.
Όλη η γειτονιά μύριζε φρεσκοψημένο ψωμί και δεν προλάβαινες να βγάλεις το πρώτο καρβέλι, τα παιδιά «χίμιζαν» (ορμούσαν) και το έτρωγαν όλο.
Εγώ ακόμη ζυμώνω ένα – δύο ψωμιά το μήνα, αλλά στην ηλεκτρική κουζίνα. Ωραίο γίνεται αλλά η νοστιμιά και η μυρωδιά δεν είναι η ίδια…
Ωραία χρόνια αλλά με πολλή κούραση!»
Το πλύσιμο των ρούχων
«Εκείνα τα χρόνια τα καθημερινά ρούχα τα πλέναμε με πράσινο σαπούνι και τα ασπρόρουχα, τα πιο «καλά», με αλισίβα (σταχτόνερο).
Το πράσινο σαπούνι το φτιάχναμε μόνες μας.
Παίρναμε ένα τενεκέ, ρίχναμε 5 ποτήρια νερό και λιώναμε μέσα 1 κιλό καυστική ποτάσα. Ρίχναμε σιγά-σιγά 5 κιλά λάδι (καθαρό ή μούργα) και το ανακατεύαμε μέχρι να δέσει. Μετά το ρίχναμε σ’ ένα τετράγωνο ταψί, που το είχαμε γι’ αυτή τη δουλειά και το αφήναμε να πήξει για δυο – τρεις μέρες. Μετά το κόβαμε και το αφήναμε να στεγνώσει.
Την αλισίβα τη φτιάχναμε με βραστό νερό και κοσκινισμένη στάχτη από το τζάκι. Όταν «καθόταν» η στάχτη κάτω στον τενεκέ είχαμε έτοιμη την αλισίβα για πλύσιμο.
Τότε πλέναμε και δυο φορές την εβδομάδα γιατί οι άντρες λερώνονταν στα αμπέλια και στα χωράφια και τα παιδιά που όλη μέρα έπαιζαν στα χώματα και στις λάσπες.
Βάζαμε την τσίγκινη σκάφη στο χαγιάτι του σπιτιού πάνω σε δυο ξύλινα «πόδια» ή στην «κορύτα» (τσιμεντένια γούρνα) και τρίβαμε τα ρούχα στη σανίδα.
Δίπλα στο τζάκι το καζάνι έβραζε. Παίρναμε βραστό νερό από το καζάνι και κρύο από τον τενεκέ και κάναμε τα ρούχα πεντακάθαρα και μοσχοβολιστά.
Τ’ ασπρόρουχα τα βάζαμε στο μπουγαδοκόφινο που από μέσα είχε άσπρο υφαντό ύφασμα τόσο μεγάλο για να σκεπάζει καλά τα ρούχα.
Τα βάζαμε μέσα και ρίχναμε σιγά-σιγά χλιαρή αλισίβα για να ποτιστούν καλά.
Τ’ αφήναμε ώρες έτσι, για να μουλιάσουν. Όταν τα βγάζαμε ήταν κάτασπρα σαν το γάλα. Τα ξεπλέναμε καλά και τ’ απλώναμε στα σχοινιά της αυλής να στεγνώσουν.
Όποια είχε την πιο άσπρη μπουγάδα ήταν και η πιο καλή νοικοκυρά.
Αυτά ήθελα να σας πω, έτσι για να μείνουν στα παιδιά και στα εγγόνια σας. Και πού ξέρετε, μπορεί να γυρίσουν τα χρόνια και όλα αυτά να είναι χρήσιμα!»
Σ’ ευχαριστούμε κυρα Σοφία για όσα πρόθυμα μας είπες. Σίγουρα θα μας χρειαστούν! Να σ’ έχει ο Θεός καλά!