ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Οι Απόκριες των προπολεμικών χρόνων ήταν μια χαρούμενη γιορτή με πολλά έθιμα προερχόμενα από αρχαιοελληνικές τελετές. Μια περίοδος χαράς, ξεφαντώματος, γλεντιού και ανεμελιάς πριν τη νηστεία και την εγκράτεια της Μεγάλης Σαρακοστής.

Η διάρκεια της αποκριάς

Οι αποκριές διαρκούν τρεις εβδομάδες και περιλαμβάνουν τέσσερις Κυριακές.
Η πρώτη Κυριακή, του Τελώνου και Φαρισαίου, με την οποία ανοίγει το «Τριώδιο» λεγόταν «βδομάδα της μπάλας» (αρβ. γιάβα ε μπάλ) γιατί καταλυόταν η νηστεία Τετάρτης και Παρασκευής. Με τη δεύτερη Κυριακή, του Ασώτου, άρχιζε η εβδομάδα «της κρεατινής» γιατί έτρωγαν κρέας (πρόβατο ή κόκορα κυρίως) και νήστευαν Τετάρτη και Παρασκευή. Την Τρίτη Κυριακή, της Κρεατινής, μέχρι την επόμενη Κυριακή της Τυρινής, που λεγόταν «βδομάδα των μακαρονιών» (αρβ. γιάβα ε μακαρούνεβε), έτρωγαν χειροποίητα μακαρόνια, τις λεγόμενες «γκόγκ’λιες» ή «ντόντ’λιες», με μπόλικο τυρί μυζήθρα και έφτιαχναν «πουπέκι» ένα είδος γαλατόπιτας χωρίς φύλλο.
Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς το γλέντι έφτανε στο αποκορύφωμά του.

Μασκαρέματα

Ο λαογράφος – συγγραφέας και ζωγράφος Γιάννης Πρόφης από το Κορωπί γράφει σχετικά:
«Οι πρόγονοί μας δεν είχαν βέβαια την πολυτέλεια ν’ αγοράζουν αποκριάτικες στολές. Γι’ αυτό δούλευε η δημιουργική τους φαντασία και ο αυτοσχεδιασμός. ΄Εβγαζαν από το μπαούλο υπολείμματα ενδυμασιών, που είχαν φορέσει οι μακαρίτες οι παππούδες και οι γιαγάδες τους, πουκάμισα, ζιπούνια, μαντήλια, πανωβράκια και φέσια και προσπαθούσαν να ντυθούν μ’ αυτά κάνοντας αταίριαστους και αστείους συνδυασμούς. Κι όταν αυτά δεν επαρκούσαν, επιστράτευαν από το γιούκο σεντόνια, καραμελάδες και χράμια. Για να μην γνωριζόταν το πρόσωπό τους το άλειφαν με μουντζούρα, που έπαιρναν από το τηγάνι, το τσουκάλι ή το καζάνι, ή το κάλυπταν με διαφανές μαντήλι. Όταν τους χρειάζονταν μουστάκια και γένια, κολλούσαν μαλλιά από πρόβατο.
Αρκετά δημοφιλές μασκάρεμα ήταν να ντύνονται παπάδες. Ως καλυμμαύχι φορούσαν στο κεφάλι ένα μουντζουρωμένο τέντζερη. Η εμφάνιση γενικά των μουσούνων ήταν άγρια και τρομοκρατική, αλλά πάντως κωμική».
Κατά την προπολεμική περίοδο οργανωνόταν με ιδιωτική πρωτοβουλία κι ένα είδος καρναβαλικής παρέλασης. Σούστες και φαϊτράκια με στολισμένα τα κεφάλια των αλόγων τριγυρνούσαν στις γειτονιές και οι αναβάτες τους τραγουδούσαν και έκαναν φασαρία.

Δημόσιος χορός

Στις αρχές του 20ου αιώνα – σύμφωνα με μαρτυρίες – τις Κυριακές της Αποκριάς και της Τυρινής γινόταν Δημόσιος χορός σε αλώνι επί της οδού Ηροδότου όπου νέοι και νέες χόρευαν με τη συνοδεία πίπιζας και νταουλιού.
Ένα παλιό αρβανίτικο τραγουδάκι της Αποκριάς έλεγε:

Νάνι ν’ τε λίδουρα
Ντο κιτσέιμ’ σίγουρα…
(Τώρα τις Αποκριές
θα χορέψουμε σίγουρα).

Τώρα τις Αποκριές,
θα χορέψουνε οι νιές
θα χορέψουν κι οι γριές
με τις κόκκινες ποδιές.

σημ.τε λίδουρα=Αποκριές

Αργότερα ο χορός μεταφέρθηκε στη σημερινή πλατεία του Δημαρχείου.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν συμμετείχαν στο χορό παρά μόνο σαν θεατές.
Το έθιμο αυτό σταμάτησε με την έναρξη του πολέμου του 1940.

Στη δεκαετία του 1950 όταν Δήμαρχος Σπάτων ήταν ο Χρήστος Μπέκας, ένας διορατικός και κοσμοπολίτης άνθρωπος, διοργάνωνε στο Α΄ Δημοτικό σχολείο αποκριάτικο χορό με τη συμμετοχή των νέων του χωριού.
Η επάνω αίθουσα του σχολείου στολιζόταν αποκριάτικα με κορδέλες και κομφετί. Από το γραμμόφωνο ακουγόταν η μουσική και τα τραγούδια της Ευρώπης όπου ο Δήμαρχος και οι «ξένοι» προσκεκλημένοι του τα χόρευαν με άνεση και χάρη. Οι νέες του χωριού μας φορούσαν την τοπική φορεσιά και συνοδεία ζωντανής μουσικής, χόρευαν τα παραδοσιακά μας τραγούδια.
Η περίοδος της Αποκριάς έκλεινε την Κυριακή της Τυρινής με συγκεντρώσεις φίλων και συγγενών στα σπίτια για «ν’ αποκρέψουν» με φαγητό, κρασί, γλέντι και χορό.
Η περίοδος της Σαρακοστής ξεκινούσε με την Καθαρή Δευτέρα.