Αντικείμενα με ιστορία

Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνονται φωτογραφίες από παλαιά αντικείμενα,που εξυπηρετούσαν την καθημερινότητα των ανθρώπων και βρίσκονται σε λίγα, δυστυχώς, σπίτια των Σπάτων. Τα μικρά αυτά ταπεινά, «ασήμαντα και παρωχημένα» για πολλούς, αντικείμενα ανακαλούν στη μνήμη μας πρόσωπα, συμβάντα και στιγμές.
Τα παλιά αντικείμενα αφηγούνται ιστορία και ιστορίες.

Το γραμμόφωνο

Το γραμμόφωνο ήταν η κύρια μουσική, ψυχαγωγική συσκευή του περασμένου αιώνα μετά τα μουσικά όργανα πίπιζες και νταούλια.
Ήταν η εξέλιξη του φωνογράφου και έπαιζε μουσική με δίσκους-πλάκες 78 στροφών, κατασκευασμένες από σκληρό λάστιχο και ηχογραφημένες μόνο από τη μια πλευρά. Λειτουργούσε χειροκίνητα με τη βοήθεια μιας μανιβέλας ενώ ο ήχος έβγαινε από το χωνί.
Στο χωριό μας λίγα σπίτια είχαν γραμμόφωνα με τα οποία γλεντούσαν στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, τα έπαιρναν μαζί τους στα υπαίθρια πανηγύρια αλλά και στις εξοχικές καλύβες της Λούτσας τα καλοκαίρια.

Το ραδιόφωνο

Το πρώτο ραδιογραμμόφωνο λειτούργησε στα Σπάτα στο καφενείο του Διαγγελάκη το 1933, όπου μαζεύονταν οι θαμώνες για να ακούσουν τις ειδήσεις αλλά και μουσική.
Πριν τον Πόλεμο, το ραδιόφωνο θεωρείτο είδος πολυτελείας και υπήρχε μόνο σε λίγα σπίτια.
Ο Κρατικός Ραδιοφωνικός Σταθμός (ΥΡΕ) εξέπεμπψε επίσημα για πρώτη φορά το 1938 και ο κάτοχος ραδιοφώνου έπρεπε να γίνει συνδρομητής πληρώνοντας φόρο για κάθε συσκευή που διέθετε. Σε περίπτωση βλάβης ή πένθους, με δήλωσή του στο ΥΡΕ, η συσκευή σφραγιζόταν και απαλλασσόταν του φόρου μέχρι να επισκευαστεί ή να παρέλθει το πένθος.
Τη δεκαετία του ’50 η χρήση του γενικεύτηκε και προσφερόταν σαν δώρο γάμου στα νιόπανδρα ζευγάρια.

Το πικάπ

Το πικάπ ήταν η εξέλιξη του γραμμόφωνου. Ήταν φορητό και εύκολο στη μεταφορά γιατί έμοιαζε με βαλιτσάκι. Λειτουργούσε με ηλεκτρικό ρεύμα αλλά και με μπαταρίες και έπαιζε δισκάκια βινυλίου 45 και 78 στροφών και αργότερα δίσκους 33 στροφών. Στη δεκαετία του ’60 συναντάμε το πικάπ και ενσωματωμένο σε έπιπλο-μπαράκι…
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται πως στα νεανικά πάρτυ του ’60 και του ’70, όταν στο ημίφως της σάλας χορεύαμε τα μπλούζ, τα γιάνκα και τα σέικ πίνοντας βερμούτ, το πικάπ και ο νεαρός που έβαζε τους δίσκους έκλεβαν την παράσταση. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ήταν τα κυρίαρχα στοιχεία επιτυχίας των πάρτυ.
Αλίμονο όμως όταν κολλούσε η βελόνα…

Το κεντημένο αλφάβητο-δειγματολόγιο

Κεντημένο αλφάβητο ή δειγματολόγιο σε λεπτό ύφασμα που μοιάζει με μαλακή γάζα ή ‘‘τουλουπάνι’’.
Τα δειγματολόγια αποτελούσαν για τα κορίτσια, 6-12 χρόνων, τον κυριότερο τρόπο εκπαίδευσης και εκμάθησης του κεντήματος και ειδικά της τεχνικής της σταυροβελονιάς, στο σπίτι ή στο σχολείο τον προηγούμενο αιώνα. Παράλληλα με το κέντημα συνδύαζαν την εκμάθηση της γραφής, της ανάγνωσης και του μετρήματος. Μεγαλώνοντας μαρκάριζαν με τα αρχικά του ονόματός τους τα ασπρόρουχα της προίκας τους, τα εσώρουχα και τις πετσέτες του αργαλειού για να ξεχωρίζουν στις κοινές πλύσεις που συνηθίζονταν τότε.
Στο δειγματολόγιο υπάρχει, συνήθως, στο κάτω μέρος το όνομα και το επίθετο, η χρονολογία και άλλες σημαντικές ημερομηνίες της ζωής της κοπέλας που το κέντησε. Το συγκεκριμένο είναι έργο της Γεωργίας Μάρκου, χρονολογείται το 1916 και έχει υποστεί φθορά λόγω της μακρόχρονης χρήσης του σαν διακοσμητικό μαξιλαράκι.

Το κάδρο με το άλογο

Το κάδρο με το κεντημένο άλογο ήταν από τα πιό αγαπημένα θέματα στις γυναίκες του χωριού και δέσποζε κρεμασμένο στον τοίχο της σάλας σε περίοπτη θέση.
Το άλογο αποτελούσε για τον ιδιοκτήτη του οικονομική δύναμη και όχι μόνο, ήταν φίλος, σύντροφος και βοηθός στις αγροτικές δουλειές και άμεσα συνδεδεμένο με την προκοπή του σπιτιού.
Το συγκεκριμένο έχει κεντηθεί στις αρχές του 20ου αι. σε καμβά, με γήινα χρώματα, ενώ έχει αποδοθεί πολύ καλά η ρώμη, η περηφάνεια, ο καλπασμός και βέβαια όλες οι λεπτομέρειες της σέλας και των χαϊμαλιών του.
Φέρει τα αρχικά του ονόματος της κεντήστρας Α.Ν.(Αντωνία Νιαστή) και είναι έργο του 1915.

Διακοσμητικά πιάτα τοίχου

Τα πορσελάνινα διακοσμητικά πιάτα τοίχου ήταν πολύ της μόδας τη δεκαετία του 1950. Προσφέρονταν σαν δώρα γάμου, αρραβώνα και στις ονομαστικές γιορτές, πολλές φορές, γεμάτα με γλυκά.
Ο ρομαντικός διάκοσμός τους ήταν εμπνευσμένος από σκηνές στην εξοχή της αριστοκρατικής τάξης της Ευρώπης. Οι φίνες πορσελάνες με τις χρυσές λεπτομέρειες και τα έντονα χρώματα ήταν δημιουργίες γνωστών γαλλικών και γερμανικών οίκων όπως Bavaria, Kaizer, Limoges και Rozenthal.

Οινοδοχεία σερβιρίσματος κρασιού

Η μισή, το καρτούτσο και το κατοσταράκι ήταν τα χρωματιστά τσίγγινα δοχεία σερβιρίσματος του κρασιού στις ταβέρνες του χωριού. Παράλληλα αποτελούσαν και το μέτρο της παραγγελίας του πελάτη στον ταβερνιάρη. ‘‘Πιάσε μιά μισή’’ έλεγαν, για να συνοδεύσουν το μεζέ.
Η χωρητικότητά τους ήταν συγκεκριμένη και ο ταβερνιάρης έπρεπε να τα γεμίζει ξέχειλα. Αν ‘‘έκλεβε’’ και γινόταν αντιληπτό από τους πελάτες, δικαιολογούσε την ‘‘κλεψιά’’ λέγοντας ότι σκόνταψε ή ότι πάτησε την ποδιά του και του χύθηκε το κρασί!!!
Η μισή χωρούσε μισή οκά(μεγάλο), το καρτούτσο ή παραφρασμένα κατρούτσο χωρούσε το ¼ της οκάς(μεσαίο) και το κατοσταράκι 100 δράμια (μικρό).
Τα συναντάμε ακόμη και σήμερα σε κάποια ταβερνάκια που σερβίρουν χύμα κρασί.

Οι ζυγαριές

Η παλάντζα ήταν η ζυγαριά του πλανόδιου μανάβη και του ψαρά, που γύριζε με το γαϊδουράκι του τις γειτονιές του χωριού και πουλούσε την πραμάτεια του. Στον στρογγυλό μεταλλικό δίσκο τοποθετούνταν το είδος που έπρεπε να ζυγηθεί. Ο μανάβης, με το ένα του χέρι κρατούσε τη ζυγαριά από το τσιγκέλι και με το άλλο ρύθμιζε τον οριζόντιο διαβαθμισμένο σε δράμια ή οκάδες βραχίονα, που λειτουργούσε σαν κινητό αντίβαρο, μέχρι να ισορροπήσει και να δείξει το βάρος.

Η ζυγαριά ζύγιζε τα χύμα προϊόντα του μπακάλη σε δράμια και οκάδες. Είχε δύο δίσκους, στον ένα έμπαινε το προϊόν που έπρεπε να ζυγηθεί και στον άλλο μεταλλικά διαβαθμισμένα ζύγια, δράμια ή βαρίδια. Όταν ισορροπούσαν οι δύο δίσκοι της ζυγαριάς έδειχναν το βάρος. Από την 1η Ιουλίου του 1959 καταργήθηκαν τα δράμια και οι οκάδες και καθιερώθηκαν επίσημα τα γραμμάρια και τα κιλά σαν μονάδες βάρους στην Ελλάδα.

Η πλάστιγγα ήταν ζυγαριά για μεγάλα βάρη. Εκεί οι μπακάληδες ζύγιζαν σακκιά με ρύζι, ζάχαρη όσπρια, πατάτες, αλεύρι κ.ά.

Καθημερινά πιάτα φαγητού

Στην καθημερινότητά τους οι κάτοικοι του χωριού έτρωγαν σε πήλινα κεραμικά ή τσίγκινα πιάτα  και συνήθως δεν αναλογούσε ένα πιάτο για τον καθένα γιατί «έτρωγαν από τη μέση» δηλαδή από κοινό πιάτο στο κέντρο του τραπεζιού. Τα τοποθετούσαν στην ξύλινη ανοιχτή πιατοθήκη.

Η πορσελάνινη μπαλαρίνα της Δρέσδης

Οι πορσελάνινες μπαλαρίνες ήταν ένα μάλλον συνηθισμένο διακοσμητικό δώρο γάμου, προς τα νιόπαντρα ζευγάρια του χωριού τη δεκαετία του 1950, το οποίο έχει μακρά ιστορία που ξεκινά τον 18ο αι.

Για πρώτη φορά κατασκευάστηκαν σε εγοστάσιο πορσελάνης στη Δρέσδη της Γερμανίας με μια νέα, για την εποχή, τεχνική που ονομάστηκε «δαντέλα της Δρέσδης». Βύθιζαν λεπτό δαντελένιο ύφασμα σε υγρή πορσελάνη και στη συνέχεια, όσο αυτό ήταν υγρό, δημιουργούσαν πτυχώσεις ρούχου ώστε να επιτύχουν φουρώ, κρινολίνα κ.ά. Στη συνέχεια ψήνονταν σε κλιβάνους και ενσωματώνονταν σε ήδη προκατασκευασμένα ειδώλια μπαλαρίνας, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση πραγματικού υφάσματος. Ήταν ένα πολύ κομψό και εύθραυστο αντικείμενο εμπνευσμένο από τις χορεύτριες του Royal ballet και την ιταλική commedia dell’ arte.

Το σερβίτσιο του τσαγιού

Ένα πορσελάνινο σερβίτσιο του τσαγιού με τις ανάλογες πορσελάνινες πιατέλες για τα γλυκά ήταν μια καλή επιλογή δώρου γάμου για το νέο σπιτικό τη δεκαετία του 1950. Στη μικρή αγροτική κοινωνία του χωριού οι γυναίκες δεν συνήθιζαν να καλούν τις φίλες τους για τσάι. Όμως τους άρεσαν τα όμορφα πράγματα, τα εκτιμούσαν και για τη φινέτσα τους και για την αξία τους και ας αρκούνταν μόνο να τα στολίζουν στον μπουφέ τους. Ίσως και να μην χρησιμοποιήθηκαν ποτέ.

Από το λυχνάρι στο ηλεκτρικό ρεύμα

Το λυχνάρι, πήλινο ή μεταλλικό, ήταν η αρχαιότερη, μετά τη φωτιά, πηγή φωτισμού στο σπίτι. Το γέμιζαν με λάδι και πάνω του τοποθετούσαν λουμίνι ή βαμβάκι ή φυτίλι που σιγόκαιε και έφεγγε τα βράδια. Στο λιγοστό φως του λυχναριού διάβαζαν, κεντούσαν και ύφαιναν στον αργαλειό οι γυναίκες του σπιτιού όταν έπεφτε το σκοτάδι.

Στα μέσα του 19ου αι.εμφανίστηκαν οι λάμπες που έκαιγαν πετρέλαιο με τη βοήθεια φυτιλιού. Το πετρέλαιο έμπαινε στο δοχείο στο κάτω μέρος της λάμπας ενώ η φλόγα που δημιουργείτο από την καύση προστατευόταν από γυαλί. Η ένταση της φλόγας ρυθμιζόταν με μεταλλική ρόδα. Η συγκεκριμένη λάμπα εξακολουθεί να είναι λειτουργική από το 1920.

Η μεταλλική χειροποίητη λάμπα πετρελαίου οροφής των αρχών του 20ου αι. έχει κάλυμμα από λευκή οπαλίνα. Διατηρήθηκε και συντηρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και σήμερα έχει μετατραπεί σε ηλεκτρική, προσδίδοντας αρχοντιά, μοναδικότητα και άρωμα άλλης εποχής στον χώρο που φωτίζει.

Πορσελάνινα πιάτα

Πορσελάνινα πιάτα φαγητού των αρχών του 20ου αι. δουλεμένα με την κινέζικη τεχνική και απίστευτα λεπτομερείς διακοσμήσεις εποχής κατασκευασμένα σε εργοστάσια της Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας. Τα έκαναν δώρα με γλυκά ή λουκουμάδες σε νεογέννητα μωρά ή σε χαρές.

Δυστυχώς σώζονται λίγα μεμονωμένα κομμάτια γιατί είτε μοιράστηκαν και χάλασαν οι σειρές, ή από άγνοια και ανάγκη για κάτι πιό σύγχρονο πολλά απ’ αυτά κατέληξαν στα σκουπίδια.

Τα γυαλικά της γιαγιάς

Στη φοντανιέρα με καπάκι της δεκαετίας του 1930 έβαζαν λουκούμια και αργότερα φοντάν σοκολάτας σε σχήμα μαργαρίτας και τρατάριζαν τους μουσαφιραίους. Τα συνόδευαν με σπιτικό λικέρ φτιαγμένο από κουκούτσια φρούτων ή λικέρ μαστίχας που το αγόραζαν από τον μπακάλη.

Οι γυάλινες σκαλιστές φρουτιέρες των αρχών του 20ου αι. υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι. Τις γέμιζαν με φρούτα από τα δέντρα της αυλής ή καρύδια, σταφίδες και στραγάλια και τις τοποθετούσαν στο τραπέζι της σάλας τις «καλές ημέρες».

Στις γυάλινες γλυκοθήκες, που συχνά συνοδεύονταν από ίδια πιατάκια, έβαζαν τα γλυκά του κουταλιού που έφτιαχναν μόνες τους οι νοικοκυρές. Ανάλογα με την εποχή του χρόνου στο σπίτι είχαν πάντα γλυκό κυδώνι, πορτοκάλι και το καλοκαίρι σταφύλι.

Όλα τα γυαλικά συνήθως τα έκαναν δώρα οι συγγενείς στους γάμους.

Φυλαχτά

Τα φυλαχτά, ήταν συνήθως πατρογονικά αντικείμενα στα οποία αποδίδονταν αποτρεπτικές ή μαγικές ιδιότητες και οι κάτοχοί τους πίστευαν ότι τους προφύλασσαν από το κακό μάτι, την αρρώστια ή τον θάνατο. Θεωρούσαν πως αν τα έφεραν πάνω τους μπορεί να τους έφερναν υγεία, πλούτο και καλοτυχία.

Σφραγιδόλιθος από ημιπολύτιμη ορυκτή πέτρα κορνεόλη, δεμένη, τα τελευταία χρόνια, με χρυσό σε δαχτυλίδι. Φέρει ανάγλυφη παράσταση της θεάς Αθηνάς, που θεωρείτο προστάτιδα της μητρότητας, των παιδιών, της γονιμότητας και του τοκετού, να κρατά την Άπτερο Νίκη ενώ στα πόδια της έχει το ιερό πουλί, την κουκουβάγια.

Στο χωριό μας το αποκαλούσαν αιματόπετρα και πίστευαν πως αν την φορούσε μια έγκυος γυναίκα θα είχε καλή εγκυμοσύνη, δεν θα κινδύνευε από αιμορραγίες και αποβολές και θα είχε εύκολη γέννα. Την δανείζονταν από την κάτοχό της με πίστη και ευλάβεια και η έγκυος την φορούσε πάνω της σαν φυλαχτό μέχρι τη γέννα. Είναι οικογενειακό κειμήλιο, που περνά από γενιά σε γενιά και χρονολογείται τουλάχιστον από το 1850.

Παιδικό φυλαχτό με Τίμιο ξύλο που φοριόταν με παραμάνα μέσα από τα ρούχα. Προστάτευε από το κακό μάτι και τη γλωσσοφαγιά.

Εικόνα ζωγραφισμένη σε ξύλο όπου απεικονίζεται η γέννηση του Χριστού. Η κάτοχός της πιστεύει ότι είναι προστάτης του σπιτιού της μια που βρίσκεται στην ίδια θέση πάνω από εκατό χρόνια. Οι μορφές αποτυπώνονται με παιδικού τύπου απλοϊκότητα (ναΐφ), αφέλεια, αθωότητα και έλλειψη αναλογιών.

Το λαβομάνο και η καλημέρα

Το λαβομάνο, ήταν ξύλινο έπιπλο υπνοδωματίου με μαρμάρινη επιφάνεια. Εκεί τοποθετούσαν λεκάνη και δίπλα της μια κανάτα με νερό για να πλένουν το πρόσωπο και τα χέρια το πρωί όταν ξυπνούσαν γιατί όπως είναι γνωστό τα σπίτια στο χωριό τα παλαιότερα χρόνια δεν είχαν εσωτερική τουαλέτα ούτε παροχή νερού.

Με την πάροδο των χρόνων η λεκάνη και η κανάτα αποκαλούνται λαβομάνο εξαιτίας του επίπλου που τοποθετούνταν. Τα συγκεκριμένα είναι του 19ου αι.

Πάνω από το λαβομάνο βρισκόταν συνήθως ο καθρέπτης-πετσετοθήκη, η «καλημέρα», που στόλιζε όμορφα τον τοίχο του υπνοδωματίου με υφαντή πετσέτα του αργαλειού για το σκούπισμα του προσώπου και των χεριών. Ο συγκεκριμένος καθρέπτης είναι της δεκαετίας του 1930, έργο άγνωστου λαϊκού τεχνίτη και ζωγράφου.

Το εικονοστάσι

Κάθε σπίτι είχε το εικονοστάσι του, ένα σημείο όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένες όλες οι εικόνες του σπιτιού. Ήταν μια ξύλινη προθήκη με τζάμι στην μπροστινή πλευρά για να φαίνονται οι εικόνες που ήταν μέσα και το τοποθετούσαν ψηλά συνήθως στον  ανατολικό τοίχο ή σε μια γωνία του υπνοδωματίου.

Κάθε εικονοστάσι είχε τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων των οποίων τα ονόματα είχαν τα μέλη της οικογένειας. Εκεί φυλάσσονταν τα στέφανα του γάμου, θυμίαμα, αγιασμός, λάδι από το Μ. Ευχέλαιο της Μ. Τετάρτης, λουλούδια του Επιταφίου, βασιλικό από την ημέρα του Σταυρού, δαφνόφυλλα από την Κυριακή των Βαΐων, ένα κόκκινο αυγό κ.ά.

Μπροστά του με αλυσίδα κρεμόταν ένα καντήλι που έκαιγε μέρα νύχτα. Εκεί προσευχόταν η οικογένεια, εκεί προσέτρεχαν στις δύσκολες ώρες. Όταν παντρευόταν κάποιο παιδί της οικογένειας, η μάνα του έβγαζε από το εικονοστάσι την εικόνα του Αγίου με το όνομά του και του την έδινε για να στεριώσει το καινούργιο του σπιτικό.

Η ραπτομηχανή

Το ράψιμο ήταν ανέκαθεν προσόν της καλής νοικοκυράς. Οι γυναίκες παλαιότερα ύφαιναν μόνες τους ύφασμα στον αργαλειό και στη συνέχεια έραβαν στο χέρι τον ρουχισμό όλης της οικογένειας.

Στα μέσα του 19ου αι. εμφανίστηκαν στην αγορά της Ευρώπης χειροκίνητες και αργότερα ποδοκίνητες μηχανές ραψίματος που δεν άργησαν να έρθουν και στην Ελλάδα.

Η χειροκίνητη μηχανή της SINGER είναι μοντέλο του 1906 και έχει κατασκευαστεί στη Σκωτία ενώ η ποδοκίνητη είναι μοντέλο του 1912. Γερές μαντεμένες μηχανές που άντεξαν στο χρόνο και έλυσαν τα χέρια της γυναίκας καλύπτοντας ανάγκες πολλών γενεών. Λίγο πριν τον Πόλεμο η εταιρεία SINGER προκειμένου να προωθήσει στην ελληνική αγορά τις μηχανές της οργάνωνε στο χωριό μαθήματα κεντητικής για κοπέλλες. Έτσι πολλά κορίτσια έμαθαν να κεντούν στη μηχανή όμορφα ασπροκεντήματα για τις προίκες τους και τον στολισμό του σπιτιού.

Τα χάλκινα οικιακά σκεύη

Κάθε μάνα στο χωριό όταν πάντρευε την κόρη της φρόντιζε να της έχει αγοράσει τα χάλκινα οικιακά σκεύη για το νέο της νοικοκυριό. Καζάνι για το ζέσταμα του νερού της μπουγάδας, ταψιά, ταβάδες, τηγάνι, τετζερέδες κ.ά. Πολλές φορές τα έκαναν και δώρα οι συγγενείς στους γάμους. Όταν οξειδώνονταν από τη χρήση περνούσε ο γανωτής και τα γάνωνε και έτσι διατηρούνταν για πολλά χρόνια.

Το κουκουλάρικο κέντημα

Η σηροτροφία ήταν γνωστή καλλιέργεια στα Σπάτα με την οποία ασχολούνταν κυρίως οι γυναίκες οι οποίες φρόντιζαν τις μουριές που είχαν στις αυλές τους για την παραγωγή μικρών ποσοτήτων μεταξιού κυρίως για τα κεντήματά τους και όχι για εμπορικούς λόγους.

Παλιό κουκουλάρικο κέντημα των αρχών του 20ου αι. τοποθετημένο σε κάδρο. Μια σπάνια κεντητική τεχνική που συναντάται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας φτιαγμένη με το κουκούλι του μεταξοσκώληκα το οποίο έβαφαν σε διάφορα χρώματα, το έκοβαν σε ποικίλα σχήματα και το κεντούσαν με μεταξοκλωστή και διακοσμητικές πούλιες επάνω σε προσχεδιασμένο ύφασμα βελούδο. Εργασία επίπονη που χρειάζεται υπομονή και φαντασία. Τα σχέδια που επέλεγαν ήταν συνήθως φυτικά μοτίβα και πολλές φορές στο κέντρο του κεντήματος τοποθετούσαν φωτογραφίες.

Η διακόσμηση των τοίχων του σπιτιού

Η διακόσμηση των τοίχων του σπιτιού στο χωριό περιοριζόταν κυρίως στο καλό δωμάτιο, τη σάλα, εκεί όπου δέχονταν τους μουσαφιραίους.

Το σύμβολο του Σταυρού ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια κεντούσε κάθε νέα κοπέλα ανάμεσα στα άλλα εργόχειρα της προίκας της. Όταν πήγαινε στο νέο της σπιτικό το κρεμούσε στην κρεβατοκάμαρά της, στο προσκεφάλι του κρεβατιού, ή δίπλα στο εικονοστάσι. Το σέβονταν σαν εικόνισμα και το είχαν φυλαχτό για προστασία από το κακό.

Στη σάλα του σπιτιού κρεμούσαν φωτογραφίες και ενθύμια από τη στρατιωτική θητεία, που γέμιζαν υπερηφάνεια τα μέλη της οικογένειας, για τα παιδιά τους που υπηρέτησαν και αγωνίστηκαν για την πατρίδα. Το συγκεκριμένο είναι δίπλωμα που συνοδεύται από μετάλλια ανδρείας για τη συμμετοχή του στρατιώτη Ιωάννη Μπέκα του Γιαννάκου στην εκστρατεία κατά της Τουρκίας και τη συμμετοχή του στις μάχες Ελασσώνας, Σαραντάπορου, Γιαννιτσών, Κιλκίς και Λαχανά το 1912-1913.

Δίπλα στο κρεβάτι κρεμούσαν  κεντητή ή υφαντή πάντα αφενός για να αποφεύγεται η άμεση επαφή με τον παγωμένο τοίχο ειδικά τον χειμώνα, αφετέρου διακοσμούσε όμορφα τον τοίχο του δωματίου.

Ξυλόγλυπτοι καθρέπτες

Ξυλόγλυπτοι καθρέπτες με χρυσοποίκιλτες λεπτομέρειες φτιαγμένοι με τέχνη και μεράκι, στόλιζαν τους τοίχους κάποιων εύπορων σπιτιών στις αρχές του 20ου αι.

Παρά τα χρόνια τους εξακολουθούν και σήμερα να βρίσκονται σε εξέχουσα θέση στα σύγχρονα σπίτια και να προσδίδουν αρχοντιά και γοητεία στο χώρο. Όταν πέθαινε άνθρωπος του σπιτιού οι δικοί του, σε ένδειξη πένθους, κάλυπταν τους καθρέπτες με μπλε χαρτί περιτυλίγματος και πρόσεχαν πολύ να μην σπάσει καθρέπτης γιατί πίστευαν πως θα έρχονταν επτά χρόνια ατυχίας και γρουσουζιάς.

Δυο κεντήματα

Σπάνιο κοφτό κέντημα του 1947 σε σακί από αλεύρι της UNRRA (Οργανισμός Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών) η οποία ήταν διεθνής οργανισμός διανομής βοήθειας σε σίτιση, ρουχισμό κ.ά. στις πληγείσες χώρες του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Το σχέδιο έχει κεντηθεί στην ανάποδη πλευρά του σακιού και έχει προστεθεί ολόγυρα δαντέλα με το βελονάκι.

Κέντημα σε μεταξωτό υπόλευκο ύφασμα που προέρχεται από αλεξίπτωτο. Φέρει σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα κεντημένα με σταυροβελονιά. Το 1942 Βρετανοί στρατιώτες έπεσαν στην τοποθεσία Βουρβάς των Σπάτων, μετά την κατάρριψη του αεροπλάνου τους από γερμανικά πυρά. Οι κάτοικοι μάζεψαν το ύφασμα των αλεξίπτωτων και οι γυναίκες κέντησαν σ’ αυτό διάφορα είδη για τις προίκες των κοριτσιών τους.

Οι κανάτες του νερού

Γυάλινες κανάτες του νερού των αρχών του 20ου αι. που τις χρησιμοποιούσαν μόνο όταν δέχονταν ξένους ή στα τραπεζώματα στις χαρές των παιδιών τους.

Οι καράφες του κρασιού

Γυάλινες καράφες του κρασιού με τις οποίες σέρβιραν, το από αρχαιοτάτων χρόνων παραγόμενο τοπικό προϊόν, τη χρυσοκίτρινη ρετσίνα του μεσογείτικου αμπελώνα.

Η αλατιέρα

Επάργυρη θήκη για αλάτι, πιπέρι, ξύδι, λάδι και μουστάρδα των αρχών του 20ου αι. του καλλιτεχνικού ρεύματος της art nouveau.

Το σερβίρισμα του λικέρ

Τα λικέρ δεν έλειπαν από κανένα σχεδόν σπίτι του χωριού. Οι περισσότερες νοικοκυρές τα έφτιαχναν μόνες τους από κουκούτσια φρούτων και είχαν όλο το χρόνο να κερνούν τους επισκέπτες. Τα πιό περίεργα όπως τη μαστίχα, το κουαντρώ και τη μέντα τα αγόραζαν χύμα από τον μπακάλη της γειτονιάς.

Γυάλινες καράφες  του ηδύποτου λικέρ που συνόδευε χαρές, γλέντια, ξεφαντώματα αλλά και πίκρες.

Μπρούτζινο δοχείο σερβιρίσματος λικέρ με έξι ποτηράκια και μικρό δισκάκι των αρχών του 20ου αι. με ανάγλυφα σχέδια της καλλιτεχνικής περιόδου της art nouveau.