↓ Επιλέξτε Ενότητα

Σπάτα: η συγκρότηση μιας Κοινότητας

Α. Ιστορικό Περίγραμμα

του Γεωργίου Χρ. Παπαχρήστου
Αρχαιολόγου – Ιστορικού

Το όνομα Σπάτα, τοπωνύμιο αλβανικής προέλευσης, είτε ως κυριωνυμικό είτε ως τοπογραφικός χαρακτηρισμός πρέπει να συνδεθεί με τη μεταναστευτική πορεία των αλβανόφωνων πληθυσμών (Αρβανιτών) στα τέλη του Μεσαίωνα από τις ορεινές περιοχές της Βόρειας και Κεντρικής Αλβανίας προς τη νοτιότερη Βαλκανική.
Ο όρος Αλβανία / Αλβανός, με τη μορφή Ἂρβανον ή Ἂλβανον – Ἀρβανῖται ή Ἀλβανιτῶν ἒθνος αναφέρεται σε κείμενα της Βυζαντινής περιόδου1 για να περιγραφεί μια ορεινή περιοχή – που ξεκινά από τις όχθες της λίμνης Αχρίδας, φθάνει ως το Δυρράχιο, στις ακτές της Αδριατικής, και καταλήγει στο μεσαιωνικό οχυρό των Κροών (αλβ. Kruje) – η οποία καλείται Ἂλ(ρ)βανον και κατοικείται από Ἀλ(ρ)βανίτες.
Από αυτήν την ορεινή περιοχή της σημερινής Κεντρικής και Βόρειας Αλβανίας θα ξεκινήσει, κατά τη διάρκεια του δεκάτου τρίτου αιώνα, μια μακρά μεταναστευτική πορεία που θα ολοκληρωθεί τους δύο επόμενους αιώνες με τον εποικισμό διαφόρων περιοχών της Ελλαδικής χερσονήσου από αλβανόφωνους πληθυσμούς οργανωμένους σε μεγάλες αρρενογραμμικές – πατρογραμμικές ομάδες του τύπου του γένους (αλβ. Farë «σόι, πατριά»).
Αδιευκρίνιστοι παραμένουν οι λόγοι που εξώθησαν αυτές τις ομάδες αρχικώς στα ορεινά της πατρίδας τους και έπειτα, λόγω της ανατροπής της ισορροπίας βιοτόπου – πληθυσμιακής συγκέντρωσης, στην αναζήτηση νέων τόπων εγκατάστασης προκειμένου να επιβιώσουν. Ο συνδυασμός εξωγενών και ενδογενών παραγόντων, όπως η απορρύθμιση των κανονικοτήτων της καθημερινότητας αυτών των πληθυσμών έξω από το πλαίσιο της οποίας αδυνατούσαν να επιβιώσουν2, η αριστοκρατικοποίηση της υπαίθρου3 , η άριστη γνώση της πολεμικής τέχνης εκ μέρους τους (στο πλαίσιο των στρατιωτικών προνοιών που εφάρμοζε η Βυζαντινή αυτοκρατορία και άλλες δυτικές ηγεμονίες) ή οι βιοκοινωνικές πρακτικές τους(ποιμενικός / νομαδικός βίος), φαίνεται να παρέχει το ασφαλέστερο ερμηνευτικό σχήμα για τούτη τη μεταναστευτική κίνηση.
Γύρω στη δεύτερη δεκαετία του δεκάτου τετάρτου αιώνα, έχοντας διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα από τις όχθες της λίμνης Αχρίδας έως την Καστοριά / Γρεβενά, οι ομάδες αυτές (άνδρες, γυναίκες και παιδιά με τα ζώα τους και την πενιχρή οικοσκευή τους), πάντοτε με κοινωνικές δομές βασισμένες σε γεναρχικά – αρρενογονικά συστήματα, προσέγγισαν τα ορεινά συγκροτήματα της Θεσσαλίας4. Ο κορεσμός του θεσσαλικού βιοτόπου που από την υπερδραστηριότητα δύο ποιμενικών συνόλων (Βλάχοι – Αρβανίτες) φαίνεται ότι οδήγησε σε ανταγωνισμό, κατά τον οποίο οι νέοι έποικοι βρέθηκαν σε δυσμενέστερη θέση. Αυτός ο λόγος σε συνδυασμό με τον πολιτικό κατακερματισμό της ελλαδικής χερσονήσου, έπειτα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204, διευκόλυνε τη διάχυση αυτών των πληθυσμών προς τα δυτικά και τα νότια.
Η πρώτη ασφαλής πληροφορία για παρουσία Αλβανοφώνων στην Αττική προέρχεται από την αλληλογραφία του Βασιλέα της Αραγώνας, Πέτρου Δ’ (1319 – 1380). Σε επιστολή του 13825 ζητείται από εκείνον να παραχωρηθεί φορολογική ατέλεια δύο χρόνων σε Έλληνες και Αλβανούς που επιθυμούν να εγκατασταθούν στο καταλανικό δουκάτο της Αθήνας. Οι ακριβείς συνθήκες που ανάγκασαν τους ηγεμόνες του δουκάτου να διευκολύνουν τον εποικισμό των περιοχών τους δεν είναι γνωστές. Στην παλαιότερη άποψη για ερήμωση της Αττικής από την επιδρομή των Ναβαρραίων (1380 – 1381) πρέπει να προστεθεί και μια δημογραφική παράμετρος.
Στα μέσα του 1348 (ή το φθινόπωρο του 1347) μια επιδημία πανώλης (γνωστή και ως Μαύρος Θάνατος), μεταδιδόμενη από τους ψύλλους των ποντικών, εμφανίζεται στα παράλια της Νότιας Ελλάδας και εξαπλώνεται ταχύτατα. Έως το 1350 είχε αποδεκατίσει ολόκληρες περιοχές από τις ακτές της Θεσσαλονίκης έως τη νότια Ελλάδα και την Ήπειρο6 . Δε διαθέτουμε στοιχεία ή μαρτυρίες για την εξέλιξη της επιδημίας στην Αττική, ωστόσο η γεωγραφική της θέση και το γεγονός ότι επλήγησαν περισσότερο οι παραλιακές περιοχές μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι η πανώλη εξαπλώθηκε και εκεί. Τριάντα χρόνια αργότερα, μία γενιά μετά την πρώτη εκδήλωση της επιδημίας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι μέχρι το δέκατο όγδοο αιώνα δεν υπήρξε δεκαετία δίχως υποτροπή της νόσου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο γηγενής πληθυσμός της Αττικής ταλανιζόταν από δημογραφικά προβλήματα που επιδείνωναν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Οι μαρτυρίες των πηγών για την περιοχή που βρίσκεται ανατολικά της Αθήνας ενισχύουν την υπόθεση του δημογραφικού ελλείμματος.
Η παλαιότερη άποψη για ένα νέο μεταναστευτικό κύμα, την εποχή της κατάλυσης της καταλανικής κυριαρχίας και της ανάδυσης της φλωρεντινής ηγεμονίας του οίκου των Acciajuoli (1387 – 1456), στηρίχθηκε σε ένα ιστορικό γεγονός, τη νίκη του Καρόλου Α΄ Τόκκου επί της ισχυρής πατριάς των Σπάτα στην Ήπειρο (1418) και την αντίστοιχη εμφάνιση του ονόματος Σπάτα στα Μεσόγεια. Οι αφηγηματικές πηγές της μεταγενέστερης περιόδου, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνουν εκτοπισμό των αλβανόφωνων γενών από την Ήπειρο8.
Είτε το 1382 είτε το 1418 στα – σε δημογραφική κρίση ευρισκόμενα – Μεσόγεια εγκαθίστανται, αλβανόφωνες ομάδες. Η απουσία μαρτυριών για αυτήν την περίοδο – όπως και για την περίοδο που ακολούθησε την οθωμανική κατάκτηση – δε διευκολύνει την παρακολούθηση της διαδρομής, των δομών και των δραστηριοτήτων αυτών των πληθυσμιακών συνόλων.
Εν τούτοις μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πληθυσμοί αυτοί, στηριζόμενοι στον τύπο κοινωνικο – οικονομικής οργάνωσης που είχαν διαμορφώσει κατά τα χρόνια της νομαδικής του περιπλάνησης, προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον. Μετέβαλαν τη νομαδική κτηνοτροφία τους σε «κτηνοτροφία μεταβατικού τύπου» (περιοδική μετακίνηση από τις θερινές στις χειμερινές βοσκές)και εγκαταστάθηκαν σε μικρά, διασκορπισμένα, οικιστικά σύνολα του τύπου των κατούνων (κατούνα < αλβ. Kadut «χωριό»). Δεν είναι γνωστό, όμως, αν αυτό έγινε σε θέσεις προγενέστερων οικισμών, ερημωμένων (από τις επιδημικές νόσους και τις πολεμικές επιχειρήσεις) ή εγκαταλελειμμένες από το φόβο που προξενούσε η παρουσία των νέων εποίκων. Ελεύθεροι από οικονομικούς9 και πολιτικούς καταναγκασμούς, εφ’ όσον οι Φλωρεντινοί ηγεμόνες, φοβούμενοι την Οθωμανική απειλή στο βόρειο σύνορό τους, επιδίωκαν την σύμπραξη και τη συνεργασία με το ρωμαλέο και εγνωσμένης πολεμικής ικανότητας εποικιστικό στοιχείο, εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τις παραγωγικές δυνατότητες της περιοχής.
Η κατάσταση μεταβλήθηκε με την Οθωμανική κατάκτηση (1456). Η εντυπωσιακή σιωπή των πηγών για την εποχή που ακολούθησε την εισβολή και την κατάλυση της αρχής των Acciajuoli επιβάλλει την εκ νέου διατύπωση υποθέσεων. Η εξαφάνιση των ισχυρών γενών (Σπάτα, Μαζαρεκαίοι) που η ιστορική τους παρουσία διασώζεται στα τοπωνύμια της περιοχής (λ.χ. Μαζαρέκο-ου, Σπάτα) φαίνεται πως αποπροσανοτόλισε τα μικρότερα και πτωχότερα γένη.
Το συγκεντρωτικό Οθωμανικό Κράτος, που ενδιαφερόταν για τη συλλογή φόρων και την κίνηση των υπηκόων του, μάλλον περιόρισε τις ανεξέλεγκτες μετακινήσεις και οι αλβανόφωνοι πληθυσμοί της περιοχής υποχρεώθηκαν σε εδραία εγκατάσταση σ’ έναν από τους χειμερινούς ή θερινούς τόπους διαμονής που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν, μετατρεπόμενοι σε αγρότες – κτηνοτρόφοι.
Μέσα στα ανελαστικά πλαίσια της διάδοχης αυτοκρατορίας, όπου ο χριστιανός reaya βρίσκεται εκτεθειμένος καθημερινά σε κάθε λογής ευτελισμούς και προσβολές από τους μηχανισμούς της κοινωνικής ελίτ, έχοντας αποστερηθεί τα περιουσιακά του στοιχεία (αγροτικός κλήρος), και έχοντας υπαχθεί σε επαχθή συστήματα αγροληψίας, τα αλβανόφωνα γένη δυσκολεύονται να ασκήσουν παραδοσιακού τύπου συμπεριφορές. Ωστόσο ο αργός χρόνος 10 με τον οποίο αλλάζουν οι κοινωνικές και οικονομικές δομές (Conjonctures) μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι παρά τη συρρίκνωση της γεναρχικής δομής των πληθυσμιακών συνόλων των Μεσογείων υπήρχαν κάποια περιθώρια για άσκηση κοινωνικών συμπεριφορών του τύπου του γένους.
Από αυτά τα περιθώρια ίσως αντλούν τη δυναμική της διαφοροποίησής τους, σε σχέση με το υπόλοιπο αδιαμόρφωτο πλήθος των reaya, οι κάτοικοι των Μεσογείων, όπως διαπιστώνουν οι περιηγητές των επόμενων αιώνων 11 και αυτή η εξεργετική διάθεση – εκτός των άλλων – λειτουργώντας προωθητικά θα τους κάνει τον Απρίλιο του 1821 να ξεσηκωθούν μαζικά και να πολιορκήσουν την Ακρόπολη 12, ταυτιζόμενοι με το εθνικό όραμα για ανεξαρτησία και εντασσόμενοι στο πολιτικοστρατιωτικό σύστημα της επαναστατικής πραγματικότητας.


1. Σκυλίτζης, εκδ. Παρισίων Γ΄,865 «στρατιάν ἀξιόλογον ἐκ τε Φράγκων καί Βουλγάρων, Ρωμαίων τε καί Ἀρβανιτῶν», Ἂννα Κομνηνή, εκδ. Βόννης, σελ. 132 «αὐτοῦ βαλλομένου ἁπανταχόθεν παρά τέ τῶν καλουμένων Ἀρβανιτῶν», Γεωργίου Ακροπολίτου, Χρονική Συγγραφή, εκδ. Βόννης, σελ. 149, παρ. 15 «καί δή τά Σέρβια παρελθών καί παραμείψας τήν Καστοριάν καί τά περί την Ἀχρίδα παραγγείλας, ἀφικόμην ἐπί τό Ἂλβανον κἀκ τούτου μετά τῶν τῆς χώρας τῶν ἐκκρίτων κατείληφα τό Δυρράχιον», σελ. 151 «Ἐπεί δέ μετά τῆς προσηκούσης ὑπηρεσίας μου τήν Ἀχρίδαν κατέλαβον, εἲ πώς ἂν δυνηθείην τά τῶν Ἀλβανιτῶν διορθώσασθαι προὒλαβον δέ ἐξαποστεῖλαι ἐπί το Ἂλβανον….».
2. Ducellier Alain, οι Αλβανοί στην Ελλάδα (13ος – 15ος αιώνας), η μετανάστευση μιας κοινότητας, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, σελ. 9 κ.ε.
3. Ducellier Alain, ό.π, σελ. 15.
4. Καντακουζηνός Ιωάννης 1828 – 1832, τομ. Α’, σελ. 473 «οἱ τά ὀρεινά τῆς Θετταλίας νεμόμενοι Ἀλβανοί, ἀβασίλευτοι Μαλακάσιοι καί Μπούιοι καί Μεσαρῖται», επστολή Μιχαήλ Γαβριλόπουλου δημοσιευμένη από το Σπ. Λάμπρο στο: Νέος Ελληνομνήμων, τομ. 6, σελ. 242, 1909 «οὐ προσοικίσω Ἀλβανίτας ἢ ἐγώ ἢ τις ἀπό τῶν κληρονομοδιαδόχων εἰς τήν περιοχήν τοῦ αὐτοῦ κάστρου πάρεξ ὃσων ἒχουν διά χρυσοβούλλου καί προστάγματος Βασιλικοῦ εἰς ὃσα κτήματα ἐκράτουν παρά τῶν Φαναριωτῶν διά προστάγματος Βασιλικοῦ».
5. A. Rubio i Lluch, Diplomatari de l’ Orient Catala (1301 – 1409), Βαρκελώνη 1947, σελ. 528, 587 «a tot Grech e Albanes qui vulla venir en lo due de Athenes ».
6. Παναγιωτόπουλου Β., πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος – 18ος αιώνας, σελ. 84-85, Αθήνα 1985.
7. Νικόλαος ντε Μοντόνι στο Μπίρη Η.Κ.,Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, σελ. 107 – 108, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1997.
8. Πανηγυρικός στον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο δημοσιευμένος από τον Ι. Κ. Βογιατζίδη στα Ηπειρωτικά χρονικά, τ. 1, σελ. 72-80, 1926 «Πάσης δέ ἐκείνης τά μέν ἐπί θάλαττα χωρία Ἓλληνες ὢκουν, τά δ’ ἀνωτέρω καί πρός μεσόγαιαν βάρβαροι καί πάλαι καί νῦν οὓς ἐκβαλών, τοῦτο μέν ἀπάτη καί πειθοῖ τοῦτῳ δέ δόλῳ, ἒστι δ’ οἷς καί βίαν ἐπαγαγών, ἂρχει ξυμπάσης.
9. Ωστόσο το 1425, Αλβανόφωνοι της Αττικής καταφεύγουν στην υπό Βενετική κατοχή Εύβοια, βλ. σχετικά A. Ducellier, ο.π. σελ. 35, Κ.Η. Μπίρη, ο.π. σελ. 111-113.
10. Βλ. σχετικά F. Braudel, Η Μεσόγειος και ο Μεσογειακός Κόσμος την εποχή του Φιλίππου B ΄της Ισπανίας, 3 τόμοι, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993 –1998, Γκ. Ίγκερς, Η
ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα, σελ. 73-90, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.
11. M. Maxime Colignon, Le consul Jean Jirand et sa relation de l ‘ Attique au XVIIe Siecle. Extrait des Memoires de l’ Academie des inscriptions et Belles – Lettres, Paris 1913, tome XXXIX, μτφ. Κ.Η. Μπίρη, ο.π. σελ. 303 – 304 «Οι Αρβανίτες είναι λίγοι μέσα στην Αθήνα,αλλά είναι πάρα πολλοί στα χωριά. Κατοικούνται όλα από Αρβανίτες……είναι πολύ εύρωστοι και θαρραλέοι, αν και τρέφονται πολύ φτωχά….. Βρίσκονται σε μεγάλη αθλιότητα και κάθε τόσο στη φυλακή, μην μπορώντας να πληρώσουν τους φόρους και το χαράτσι…. Εν τουτοις αν και υποφέρουν τόση δυστυχία, είναι πολύ σπάνιο να αλλαξοπιστήσουν, γιατί είναι περισσότερο αφοσιωμένοι στην πίστη παρά οι Έλληνες. Οι κλέφτες της υπαίθρου, τόσο εδώ όσο και στο Μοριά είναι όλοι Αρβανίτες…..Είναι καμιά εικοσαριά χρόνια (1654) που δύο Αρβανίτες, ο Μπουζαλάς και ο Λάμπρος ξεσηκώθηκαν σ’ αυτά τα μέρη με άλλους εκατόν είκοσι Αρβανίτες…..Όλους τους Τούρκους που έπεφταν στα χέρια τους τους αποκεφάλιζαν, τους δε Έλληνες τους απογύμνωναν. Georges Guillet de la Guilletiere, Athenes ancienne et nouvelle et l’ etat present de l’ Empire Turc, 1675, μτφ. Κ.Η. Μπίρη, ο.π. σελ. 305-306 «Οι κάτοικοι των Μεσογείων λέγονται Αρβανίτες. Είναι γενικά αποφασιστικοί και ακατάβλητοι κλέφτες. Σε πενήντα κλέφτες που παλουκώνουν στην Τουρκία, οι σαράντα εννέα είναι Αρβανίτες».
12. Για τη συμμετοχή των κατοίκων των Μεσογείων στον αγώνα της Ελληνικής ανεξαρτησίας βλ. Πολιορκία της Αθήνας (Απρίλιος 1821), Ι.Ε.Ε., τομ. ΙΒ’, σελ. 100 – 101, εκδ. Εκδοτική Αθήνα 1973, Μάχη στο Λιόπεσι (1η Ιουλίου 1826), Τρικούπη Σπυρίδωνος, η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, κεφ. 63. Επίσης βλ. Γ.Α.Κ. και ανακοίνωση Κων/νου Πρίφτη (Δ’ επιστημονική συνάντηση ΝΑ Αττικής) για τα ονόματα Σπαταναίων αγωνιστών του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821 – 1832).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Fill out this field

*